Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Διακόσια χρόνια μετά: Υπό την μπότα της ντόπιας αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών


Αυτή τη χρονιά έχει ξεσπάσει μια άνευ προηγουμένου απόπειρα ξαναγραψίματος του «1821» από όλες τις εκδοχές, τις τάσεις και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της ελληνικής αστικής τάξης. Όπως σε κάθε μεγάλο γεγονός όλες οι τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα έπαιξαν συγκεκριμένο ιστορικό ρόλο και κινήθηκαν βάση ταξικών συμφερόντων. Έτσι και το 1821 δεν κινήθηκαν όλοι με τον ίδιο τρόπο για τον «εθνικό σκοπό». Ούτε και το ξεσκλάβωμα το εννοούσαν όλοι με τον ίδιο τρόπο.

Οι ξένες δυνάμεις, οι φαναριώτες, οι κοτσαμπάσηδες, οι τσιφλικάδες, οι καραβοκυραίοι, το ράσο και μια σειρά τμήματα του ελληνικού πληθυσμού που είχαν προνόμια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν διαφορετικά «οράματα» από τις πληβειακές μάζες και τους  μπαρουτοκαπνισμένους αγωνιστές. Καθώς προχωρούσε η ιστορία σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον, αλλά και σε μια αυτοκρατορία υπό κατάρρευση, τα «εθνικά οράματα» συμπλέκονταν με τον ξένο παράγοντα, τα τοπικά τζάκια προσπαθούσαν να βρουν τα πατήματά τους για να καρπωθούν ότι μπορούσαν από την απελευθέρωση, αν αυτή προέκυπτε, αν πάλι όχι θα ήταν αυτοί που πρώτοι θα καταδίκαζαν τον «κατσαπλιαδισμό». Όλες οι μεγάλες δυνάμεις είχαν τους ανθρώπους τους σαν πλοκάμια στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περιμένοντας να φάνε ότι μπορούν σε περίπτωση κατάρρευσης. Πολλοί και διάφοροι έπαιξαν τον ρόλο των αντιπροσώπων όταν τα κουμπούρια και οι σπάθες απελευθέρωναν εδάφη.

Οι πληβειακές μάζες, οι τεχνίτες και ο αγροτικός πληθυσμός δεν είχαν καταφέρει να αναπτύξουν δική τους πολιτική ιδεολογία (και πως θα μπορούσαν). Η κινητήρια δύναμη μιας επαναστατικής εφόδου, οι λαϊκές μάζες, δεν ήταν σε θέση να παλέψουν για λογαριασμό τους. Τα πράγματα για μια τέτοια εξέλιξη ήταν ανώριμα. Όμως, από άκρη σε άκρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο εξαθλιωμένος αγροτικός πληθυσμός και οι πληβειακές μάζες ήταν αυτές που έχυσαν το αίμα τους για το ξεσκλάβωμά τους, πιστεύοντας σε ένα δικαιότερο αύριο. Χωρίς να μπορούν να το καθορίσουν με συγκεκριμένο τρόπο. Ακολούθησαν το ένστικτο τους και τα λόγια εκείνα που «στέκονταν» στους πόθους και τα βάσανά τους. Πολλές φορές έκτοτε ακολούθησαν λαοπλάνους και προδόθηκαν σε ιστορικές καμπές. Οι βιογραφίες των αγωνιστών του 1821 είναι τεκμήριο για το πώς οι αγράμματοι αυτοί «κατσαπλιάδες» έπεφταν θύματα πολιτικάντηδων και καλαμαράδων. 

Διακόσια χρόνια μετά, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι μέσης ανάπτυξης με μια εξαρτημένη αστική τάξη στους ιμπεριαλιστές. Η αστική τάξη δε μπορεί να αναπτύξει «εθνικό όραμα» αυτοτελές, χωρίς δανεισμό και κηδεμόνα. Έχει χαρακτήρα λακέ και η υποτέλειά της την έχει μεταμορφώσει σε μια αντιδραστική υπάλληλο που μπορεί να φτάσει σε κάθε είδους εξυπηρέτηση απλά και μόνο για να κρατηθεί στη «δουλειά». Ενώ στο εξωτερικό κοιτά στο πάτωμα όταν βρίσκεται στα τραπέζια των ιμπεριαλιστών, στο εσωτερικό της χώρας ασκεί μια αντιλαϊκή και αντεπαναστατική πολιτική. Ήδη από την ανάπτυξη του εργατικού, σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος η αστική τάξη έδειξε ότι δε θα ανεχτεί καμιά ανταρσία που θα ανατρέψει την αλυσίδα. Η αστική τάξη κρατά όλο τον λαό δέσμιο, έτσι ώστε να μπορεί να τρέφεται η ίδια από την υπεραξία που παράγεται και φυσικά να παραδίδει μέρος του πλούτου στους ιμπεριαλιστές. Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, διακόσια χρόνια μετά το 1821, έχουν διπλό καθήκον για την απελευθέρωση τους: να οργανωθούν και να αναμετρηθούν με την ντόπια αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό.

***

Το ΚΚΕ, μέσα από την μπολσεβικοποίησή του, ατσαλώθηκε με την επιστημονική μαρξιστική θεωρία και καταπιάστηκε με το εθνικό ζήτημα, χωρίς ποτέ να αφήσει την αστική τάξη να «μονολογεί». Το ΚΚΕ, με συνέπεια, ξεσκέπασε την αστικοτσιφλικάδικη ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας». Έγραφε ο Ν. Ζαχαριάδης στις Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ:

«Η «Μεγάλη Ιδέα» σαν θεωρία και σαν πράξη συγκροτεί ολόκληρο το οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό σύστημα της αστικοτσιφλικάδικης αντίδρασης από τότε που κυβέρνησε τον τόπο, δηλαδή από τότε που υπάρχει η νέα Ελλάδα μέχρι τις μέρες μας». Και αλλού: «Η ιδεολογία αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις γνήσιες λαϊκές νεοελληνικές παραδόσεις. Τη συναρμολογούσαν οι φαναριώτες, οι κοτσαμπάσηδες  και οι αστοί πλουτοκράτες για να δώσουν «ιστορική βάση» στις μεγαλοελλαδίτικες καταχτητικές βλέψεις και επιδιώξεις, για να κρύψουν κάτω από την καταλήστευση του λαού και το ξεπούλημα της χώρας που ολοένα μεγαλώνουν».

Το Κόμμα επεξεργάστηκε και φώτισε την νεοελληνική ιστορία από την σκοπιά των «από κάτω» και τύπωσε μελέτες και έρευνες για να μορφώσει την εργατική τάξη της χώρας και την φτωχή αγροτιά. Τα μέλη του Κόμματος σε συνθήκες παρανομίας, στις φυλακές και στις εξορίες, συγκροτούσαν ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στον ψευτοπατριωτισμό της αστικής τάξης και πάντα σύμφωνα με τις δυνάμεις τους έδιναν άλλο νόημα στο 1821 από αυτό που πλαστογραφούσε η πλουτοκρατία και τα κόμματά της.

Η ίδια η ύπαρξη του ΕΑΜ στηρίζεται στο κόκκινο νήμα της ανυποταγής που κρατήθηκε ζωντανό μέσα στις συνειδήσεις του απλού λαού και το ΚΚΕ, ως πρωτεργάτης, υλοποίησε για να καταφέρει ο λαός να σηκώσει ανάστημα στους ναζιφασίστες κατακτητές και τα τσιράκια τους.

Αντάρτης κλέφτης παλικάρι πάντα ειν’ ο ίδιος ο λαός…

***

Θα κλείσουμε αυτή μας την ανάρτηση με το κείμενο του κομμουνιστή Ν. Μπελογιάννη για την «Ελληνική Νομαρχία»- Ανωνύμου του Έλληνος. Ο Μπελογιάννης κλεισμένος στις φυλακές της Κέρκυρας το 1951 σε συνθήκες απομόνωσης καταπιάστηκε να γράφει το Σχέδιο για μια Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Για αυτό το έργο κρατούσε σημειώσεις, αντέγραφε σε μικρά κομμάτια χαρτί αποσπάσματα, κρατούσε αποκόμματα εφημερίδων, ενημερωνόταν από λιγοστά βιβλία που του περνούσαν κρυφά στο κελί. Ακούραστος έβαζε και αυτός το λιθαράκι του για να φωτίσει τα ζητήματα του έθνους, της γλώσσας, της ποίησης. Τον εκτέλεσε η αμερικανοκρατία και η ντόπια αστική τάξη στις 30/3/1952.

Ο Μπελογιάννης ήταν μια πολύπλευρη συνθετική, δυναμική προσωπικότητα. Μελέτησε βαθιά το μαρξισμό-λενινισμό και κάτω από το φως του και τα νεοελληνικά μας προβλήματα. Αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς του ήταν και τα δύο έργα του «Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας» και η «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».

Ν.Ζαχαριάδης             

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ

Μεγάλο σταθμό στο ξετύλιγμα της νεοελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας αλλά και της εθνικοαπελευθερωτικής επαναστατικής οργάνωσης αποτελεί η «Ελληνική Νομαρχία». Γράφτηκε γύρω στα 1806 και τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο πιθανόν στη Μπολόνια της Ιταλίας. Ο συγγραφέας του, για λόγους συνωμοτικούς, θέλησε να μείνει άγνωστος και γι’ αυτό παρουσιάζεται σαν «Ανώνυμος Έλλην». (Επίσης και ο τίτλος του δόθηκε για λόγους συνωμοτικούς). Και ίσαμε σήμερα δεν αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά είναι. Άλλοι λένε τον Κωλέτη, άλλοι κάποιον έμπορο του εξωτερικού, το Γιαννιώτη Σπύρο Σπάχο, ο Βέης λέει το Χριστόφορο Περραιβό, άλλοι τον Κορίνθιο γιατροφιλόσοφο Γεώργιο Καλαρά και τέλος, ο Βαλέτας που το 1949 βγάζει το συμπέρασμα ότι συγγραφέας είναι ο Ηπειρώτης γιατροφιλόσοφος Ιωάννης Πασχάλης Δονάς. Είναι όμως και πολύ πιθανό το βιβλίο -αφιερωμένο στο Ρήγα- να γράφτηκε κολλεχτιβιστικά, από ολόκληρη συντροφιά επαναστάτες και φίλους του Θεσσαλού εθνομάρτυρα που είχαν καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας – σοβαρό επαναστατικό κέντρο της εποχής εκείνης.

Άλλως τε δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο συγγραφέας. Ίσως καλύτερα που είναι ανώνυμος. Γιατί έτσι συμβολίζει πιο καλά τον «ανώνυμο Έλληνα», τον κάθε Έλληνα που πονούσε για την κατάντια του τόπου του, ονειρευόταν και πάλευε για την απελευθέρωσή του. Η ψυχή του άγνωστου συγγραφέα είναι γεμάτη Ελληνισμό, ανθρωπιά και αγωνιστικό πνεύμα. Βλέπει, τοποθετεί και λύνει το πρόβλημα της επανάστασης και της απελευθέρωσης με τον πιο ρεαλιστικό και θετικό τρόπο. Θεωρεί ότι ο καιρός έχει ωριμάσει (και πραγματικά το 1806 οι συνθήκες, ντόπιες και διεθνείς, για μια εξέγερση είναι ακόμη και από το 1821 πιο ευνοϊκές). Καθορίζει τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης και ξεκαθαρίζει ότι η εξέγερση του Ελληνισμού μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και να μην υπολογίζει στους ξένους, όπως υπολόγιζε κυρίως ο Κοραής -στους Γάλλους- και ίσαμ’ ένα βαθμό και ο Ρήγας. Επίσης ξεσκεπάζει και μαστιγώνει αλύπητα τους εχθρούς της επανάστασης, τους εκμεταλλευτές του λαού, τον κλήρο, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες και πολλούς ξενιτεμένους Έλληνες – εμπόρους, δάσκαλους κλπ. Απ’ αρχής μέχρι τέλους το βιβλίο είναι ποτισμένο από πόνο και αγάπη για το βασανισμένο λαό, μίσος για τους τυράννους και αγανάχτηση γι’ αυτούς, που συμμαχώντας με τους Τούρκους, εμπόδιζαν την επανάσταση.


Πρώτη φορά η νεοελληνική σκέψη έβγαλε ένα δημιουργικό έργο, γεμάτο πνοή και δημοκρατισμό, που δεν εξηγεί μόνο το νεοελληνικό κατάντημα της εποχής εκείνης, αλλά φωτίζει και το σωστό δρόμο για μια επαναστατική αλλαγή. Και πολλά κομμάτια του βιβλίου αυτού στέκονται ακόμη και σήμερα, σαν αθάνατα μνημεία της νεοελληνικής σκέψης και τέχνης του λόγου.


Το βιβλίο χωρίζεται σε 5 μέρη. Στο Α΄ μέρος, αφού μιλάει για την ανθρώπινη ευτυχία -επηρεασμένος από τους διαφωτιστές του 18ου αιώνα- υμνεί τα ελεύθερα πολιτεύματα και στιγματίζει τα καθεστώτα της δουλείας. Παραθέτω μερικές, ανάμεσα στις τόσες, σκέψεις του συγγραφέα: «Και καθώς έν’ άνθος ευώδες, όταν γεννάται ανάμεσα εις τα δάση, όπου κανείς δεν το βλέπει, ή καταβιβρώσκεται από τα θηρία, ή κατασήπεται από τον καιρό, τοιαύτης λογής ακολουθεί και εις τας υποδουλωμένας πόλεις, εις τας οποίας όταν ευρίσκεται κανένα άξιον υποκείμενον, μη έχοντας τον τρόπον να εμφανισθεί, αποθνήσκει χωρίς τινάς να γνωρίσει την αξιότητά του» (σελ. 68, έκδοση Βαλέτα). «Οσα φαίνονται αδύνατα εις τους δούλους, μόλις είναι δύσκολα εις τους ελευθέρους και μεγαλοψύχους άνδρας» (σελ. 70). «Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνη ή για την ελευθερίαν του ή με την ελευθερίαν του» (σελ.74).


Τονίζει επίσης την ανάγκη για τους Ελληνες να μάθουν την πολεμική τέχνη, την «επιστήμη των αρμάτων», όπως την ονομάζει. Περιγράφει ύστερα τις ιδιότητες, που πρέπει νάναι προικισμένος ένας αρχιστράτηγος, δεν παραλείπει να αναφέρει προβλήματα ταχτικής και τέλος σκορπίζει την πεποίθηση στην ικανότητα των Ελλήνων να αποτινάξουν τον ξένο ζυγό. (Ας σημειωθεί εδώ ότι πρώτος ο «Ανώνυμος» χρησιμοποιεί συνειδητά τον όρο «Έλληνες»).


Στο Β΄ μέρος – «Τύραννοι και δούλοι» – ξετινάζει τα μοναρχικά καθεστώτα, εξευτελίζοντας και γελοιοποιώντας τους μονάρχες. Ψάχνει να βρει τις αιτίες των «άδικων», όπως τους λέει, πολέμων, – σε αντίθεση με τους «δίκαιους»: «Αυτοί -οι βασιλιάδες- δια παραμικράς αιτίας και συχνάκις δια μίαν βάρβαρον όρεξίν τους, αποφασίζουν τον θάνατον τόσων χιλιάδων υπηκόων, κηρύττοντες τον πόλεμον αναμεταξύ των» (σελίδα 112). Σπάνια ως τότε έπεσε τόσο τσουχτερό μαστίγιο στους μονάρχες, και ειδικά για την Ελλάδα, κανείς -και τότε και αργότερα- δεν μίλησε με τόσο πάθος, ρεαλισμό και οργή κατά της μοναρχίας, των αρχόντων και του κλήρου. Διαπιστώνει σωστά τις αιτίες της πνευματικής καθυστέρησης του σκλαβωμένου τόπου, αποδίνοντάς την κυρίως στην απόλυτη καλογεροκρατία: «Αι επιστήμαι οπού πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφαλίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφία εξωρίσθησαν…». Και συνεχίζει με ολοζώντανες και πικρές αλήθειες: «Αλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ειμή τα πονήματα των ιερέων. Κάθε φιλόλογος άλλον δεν ημπορούσε να αναγνώση, ειμή τα θαύματα και τους βίους των αγίων, και οι ταλαίπωροι Ελληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, υστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεθυσμένοι δε από την αμάθειαν και διεσιδαιμονίαν, υπήκουον και εφοβούντο τους τυράννους των, χωρίς να ηξεύρουν το διατί. Ένας αφορισμός του αρχιερέως ετρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ανθρώπων! ω δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά είσαι ανάμεσα εις τα ανθρώπινα πάθη, και πόσον ουτιδανώνεις την ανθρωπότητα, όταν κυριεύεις τας ψυχάς των απλών και αμαθών λαών, οι οποίοι τόσον αμαυρώνονται οπού τρέμουσιν εις την ψευδή λαλιάν σου, καθώς τα βρέφη φοβούνται έναν όφιν ξύλινον, ή ένα χαλκούν λέοντα!».


Στο Γ΄ μέρος – «Η Ελλάδα στα δεσμά της» – περιγράφει πολύ παραστατικά την εκμετάλλευση της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των νοικοκυρέων και των πραματευτών.

 

Το Δ΄ μέρος αρχίζει με τα αίτια, που συντηρούνε τη σκλαβιά και που είναι: «το αμαθές ιερατείον και η απουσία των αρίστων συμπολιτών» που ζούνε στο εξωτερικό. Συνεχίζει με επίθεση στους πλούσιους: «Διατί ο πλούσιος να τρώγη, να πίνη, να κοιμάται, να ξεφαντώνη, να μην κοπιάζη και να ορίζη, ο δε πτωχός να υπόκειται, να κοπιάζη, να δουλεύη πάντοτε, να κοιμάται κατά γης, να διψά και να πεινά;». Αμείλιχτος είναι για τους κληρικούς – εξαιρώντας βέβαια τους τίμιους και αγνούς, που κατά τον Ανώνυμο είναι λίγοι. Τους κατηγορεί ότι είναι κύριοι υπεύθυνοι για τη διαιώνιση της σκλαβιάς επειδή διδάσκαν στο λαό ότι «ο Θεός μας έδωσεν την τυραννίαν εξ αμαρτιών μας και πρέπει, αδελφοί, να την υποφέρωμεν με καλήν καρδίαν και χωρίς γογγυσμόν, και να ευχαριστηθώμεν εις ό,τι κάμνει ο Θεός», γιατί «ον αγαπά Κύριος παιδεύει». Και ρωτάει ο συγγραφέας αγαναχτισμένος: «Πώς θέλεις, λοιπόν, να εξυπνήσουν οι Έλληνες από την ομίχλη της τυραννίας;» Και συνεχίζοντας ξεσκεπάζει και ξετινάζει τη θαυματοκαπηλεία, τη λειψανοκαπηλεία, τη συναλλαγή και τη ληστεία των καλογέρων σε βάρος του λαού. Τους καλόγερους τους υπολογίζει σε 100.000!

Ύστερα έρχεται στη δεύτερη αιτία της σκλαβιάς, τον ξενιτεμό, και κατηγορεί πολλούς ξενιτεμένους ότι ξέχασαν ή πρόδωσαν την Ελλάδα, τονίζει ότι η απουσία τους αφανίζει την Ελλάδα και τους καλεί όλους, με λόγια συγκινητικά, να γυρίσουν στην Ελλάδα: «Υπάγετε εις την Ελλάδα και εις ολίγον καιρόν θέλετε αισθανθεί την διαφοράν οπού θέλει προξενήσει η παρουσία σας εις την κατάστασίν της». Και τους βάζει τέλος το πρόβλημα της ξένης βοήθειας: «Ίσως προσμένετε να μας δώση την ελευθερίαν κανένας από τους αλλογενείς δυνάστας; Γιατί, αδελφοί μου, να θέλωμεν να αλλάξωμεν κύριον, όταν μόνοι μας ημπορούμεν να ελευθερωθώμεν;».

Στο Ε΄ βιβλίο – «Η ανάσταση του γένους» – αποδείχνει ότι είναι δυνατή η απελευθέρωση με μόνες τις δυνάμεις του Έθνους. Αφού χτυπάει τη μικροψυχία των Φαναριωτών, αναφέρει τις αιτίες που κάνουν δυνατή την εθνική αντίσταση. Πρώτη είναι ο φωτισμός, η διαφωτιστική αναγέννηση, που πρέπει να γίνει πάνω σε λαϊκές και όχι σε σχολαστικές, καλογερίστικες, βάσεις, που εμποδίζουν την αποτίναξη του ζυγού. «Ω, πόσον ταχύτερα και ευκολότερα ήθελε φωτισθώσιν οι παίδες των Ελλήνων, αν οι παραδόσεις των επιστημών εγίνοντο εις την απλήν μας διάλεκτον!». Και αγαναχτεί γιατί χάνουμε 3-4 χρόνους στη σπουδή της αρχαίας Ελληνικής. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο «Ανώνυμος» γράφει πως η απελευθέρωση του Ελληνισμού θα φέρει και την αναγέννησή του και όχι η αναγέννηση την απελευθέρωση, όπως πίστευε ο Κοραής. Επίσης πρέπει να τονιστεί ότι απουσιάζει ο Μεγαλοϊδεατισμός και καταδικάζεται ο βυζαντινός σκοταδισμός. Δεύτερη πηγή δύναμης για την επανάσταση: Οι κλέφτες, που το ήθος και η πολεμική τους αξιωσύνη είναι αξεπέραστα. Τρίτο, η κλίση του λαού στ’ άρματα. Τέταρτο, η ασύγκριτη ηθική υπεροχή μας απέναντι στους εχθρούς μας. «Μη σας φοβίσουν τα μέσα, ό,τι λογής και αν είναι». «Η τυραννία των Οθωμανών αύξησεν τόσον, οπού μόνη της προδεικνύει τον αφανισμόν της». «Το τέλος των τυράννων, είναι, αδελφοί μου, πασίδηλον». «Ω, Ελληνες! Οι ποταμοί αίματος των συγγενών και φίλων μας, εχύθησαν από το οθωμανικόν σπαθί, ζητούσιν εκδίκησιν». «…Κάθε μικρά αναβολή είναι επιζήμιος καταπολλά …». Και τελειώνει με λόγια γεμάτα πίστη, αισιοδοξία και πρόσκληση στον αγώνα.

Η «Ελληνική Νομαρχία» δεν είναι μόνο πολιτικό-επαναστατικό και ιστορικό βιβλίο. Είναι συγχρόνως και λογοτεχνικό. Το ύφος του σε πολλά μέρη είναι σφιχτοδεμένο, συναρπαστικό, ιδιότυπο, προσωπικό, όλο ζωντάνια. Αλλού πάλι είναι πλαδαρό, κάπως άτονο. Και αυτό ενισχύει την άποψη ότι ο συγγραφέας δεν είναι ένας, αλλά περισσότεροι.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο «Ανώνυμος» μοιάζει αρκετά με του Κοραή, και έχει αρκετούς μακαρονισμούς, αλλά έχει και πολλούς δημοτικούς τύπους και εκφράσεις. Γενικά, όμως, τη διακρίνει παραστατικότητα και ζωντάνια – αν βέβαια λογαριάσει κανείς πόσο αδύνατα ήσαν, γλωσσικά, τα γραφτά δημοτικά κείμενα της εποχής εκείνης. Ο συγγραφέας είναι και δημιουργικός γλωσσοπλάστης. Λέ­ει «μαυροφορεμένους» και «γιδοκέφαλους» τους κληρικούς. Λαοκλέπτες, τους άρχοντες. Χρησιμοποιεί πλήθος επίσης καινούργιες για τότε, λέξεις, όπως: Λαοπλάνος, μοναρχολάτρης, λεξιλά­τρης, χρυσολάτρης, αδιήγητος, αρετοδοχείον, αρχαγγελόπουλο, βρωμοάρχων, αυτόματος και πλήθος άλλες.

Δεν ξέρουμε αν η «Νομαρχία» κυκλοφόρησε πλατειά στην εποχή της και διαβάστηκε από τους σκλαβωμένους Έλληνες, είτε απ’ αυτούς που ζούσαν στο εξωτερικό. Ο «Ανώνυμος» στο τέταρτο βιβλίο του γράφει αυτά τα προφητικά λόγια: «Ω, πόσον ταχέως θέλει ρίψουσιν εις το πυρ τούτο μου το βιβλιάριον όσοι φοβούνται το φως της αληθείας!». Και φυσικά ήταν επόμενο να καταδιωχθεί και να καεί ένα τόσο προοδευτικό, επαναστατικό βιβλίο όχι μόνο από τους αντιδραστικούς της εποχής του, αλλά και από τους τοκογλύφο-κοτζαμπάσηδες, που κυβέρνησαν και μετά το ’21 την Ελλάδα. Γι’ αυτό και ένα τόσο άξιο μνημείο της νεοελληνικής ιστορίας και φιλολογίας καταχωνιάστηκε και έμεινε ανέκδοτο ως το 1949 ενώ εκδόθηκαν τόσες και τόσες ασήμαντες φυλλάδες. Και οι σπουδαιοφανείς αστοί ιστορικοί της Νεοελληνικής λογοτεχνίας στις Ιστορίες τους αφιερώνουν μόνο λίγες σειρές για τη «Νομαρχία».

Φαίνεται όμως ότι στην εποχή του το βιβλίο εξάσκησε μεγάλη επίδραση και ίσως στάθηκε ο βασικός εμπνευστής και καθοδηγητής της Φιλικής Εταιρείας, που έκανε δικές της τις ιδέες της «Νομαρχίας» και στήριξε την απελευθέρωση της Ελλάδας στις λαϊκές δυνάμεις του έθνους. Πολλοί επίσης υποστηρίζουν ότι το βιβλίο αυτό βοήθησε αρκετά τον Κάλβο, το Σολωμό και άλλους. Γενικά στους Έλληνες του εξωτερικού η επίδρασή του πρέπει να ήταν τότε πολύ μεγάλη. Και σήμερα χρειάζεται μια νέα έκδοση, απλή, μ’ ένα σύντομο πρόλογο και χωρίς μερικά ανιαρά πια για την εποχή μας κομμάτια του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου