Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Στέφαν Τσβάιχ: «Επεισόδιο στη λίμνη της Γενεύης»

Δαχτυλογραφήσαμε και δημοσιεύουμε τη νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ (1881- 1942) «Επεισόδιο στη λίμνη της Γενεύης» από το βιβλίο Αμόκ και άλλες νουβέλες των εκδόσεων Άγρα (2014). Η ιστορία του Ρώσου λιποτάκτη πολέμου που πραγματεύεται το κείμενο και το τέλος του μέσα στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα των αδιεξόδων και των απαγορεύσεων ξαναθέτουν για άλλη μια φορά το ερώτημα: Γιατί οι πόλεμοι;

Η μετάφραση έγινε από την Μαρία Αγγελίδου.

***

πεισόδιο στ Λίμνη τς Γενεύης 

ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ, κοντά στο μικρ λβετικ χωρι Βιλνέβ, μι καλοκαιριν νύχτα το 1918, νας ψαρς πο εχε ξανοιχτε μ τ βάρκα του ντιλήφθηκε κάτι παράξενο στ νερ κα πλησιάζοντας εδε μία σχεδία φτιαγμένη πρόχειρα κα πάνω της ναν ντρα γυμν πο προσπαθοσε μ' να σανίδι ν τραβήξει δέξια κουπί. Σαστισμένος ζύγωσε ψαράς, μάζεψε τν ναυαγ στ βάρκα του, το δωσε να δίχτυ ν σκεπάσει πως πως τ γύμνια του κι ύστερα δοκίμασε ν μιλήσει μ τν νθρωπο πού, τρέμοντας π τ κρύο, εχε ζαρώσει τρομαγμένος στν κρη το πλεούμενου. Μ ναυαγς το παντοσε σ μιν γνωστη γλώσσα, πο οτε μία της λέξη δν μοιαζε μ τ δική του. Σύντομα, λοιπόν, γκατέλειψε ψαρς τν προσπάθεια ν καταλάβει, μάζεψε τ δίχτυα του κα τραβώντας γρήγορα κουπί, κατευθύνθηκε πρς τ στεριά.

Κι πως χάραζε σιγ σιγ μέρα κι χθη διαγράφτηκε στ φς τς αγς, φάνηκε κα τ πρόσωπο το γυμνο νθρώπου. Ένα γέλιο παιδικό ξέφυγε π τ πλατύ του στόμα, πο χανόταν σχεδόν μέσα στ πυκν μαρα γένια του, τ να χέρι σηκώθηκε κι δειξε τ στεριά, π τ χείλια του έβγαινε ξαν κα ξανά μία λέξη, κάτι σαν «Ροσίγια», στν ρχ ρωτώντας, μετ μ συγουριά που ακουγόταν λο κα πιο χαρούμενη, σο ή βάρκα πλησίαζε στην χθη. πιτέλους σύρθηκε καρίνα τους στ χαλίκια. Οι γυνακες π τ σπίτι το ψαρ, πο περίμεναν να παραλάβουν τν ψαριά, εδαν τν γυμν ντρα τν τυλιγμένο στ δίχτυ κα σκόρπισαν τρομαγμένες, πως κάποτε οι δολες τς Ναυσικς. λλ τραβηγμένοι π τν ναπάντεχη εδηση, ο ντρες μαζεύτηκαν στν χθη. Κα πολ γρήγορα μφανίστηκε κι παλις λοχίας το χωριο, σν νθρωπος σίγουρος γι τν ρμοδιότητά του κα τοιμος ν’ ναλάβει τν κατάσταση στ χέρια του. Χάρη στν κπαίδευσή του κα στν πλούσια πείρα του π τν καιρ το πολέμου, κατάλαβε μέσως τι ναυαγς πρέπει ν ‘ταν λιποτάκτης πο τό 'χε σκάσει κολυμπώντας π τ γαλλικ πλευρ τς λίμνης – κι τοιμάστηκε ν τν νακρίνει π τόπου. λλ ο προσπάθειές του κινδύνεψαν να χάσουν τ σοβαρότητα κα τν ξία τους, ξαιτίας το τι ο γυμνς (στν ποον κάποιοι εχαν πι δώσει ένα σακάκι κι να ντρίλινο παντελόνι) παντοσε σ λες τς ρωτήσεις μ μία δική του ρώτηση, τν δια πάντα, λο κα πι βέβαιη, λο κα πι νήσυχη: «Ροσίγια; Ροσίγια;» Έκνευρισμένος μ τν ποτυχία του, λοχίας διέταξε μ εύγλωττες χειρονομίες τν ξένο ν τν κολουθήσει. Κα μ συνοδεία τ πιτσιρίκια το χωριο, πο εχαν στ μεταξ ξυπνήσει, βρεγμένος ξυπόλυτος ντρας δηγήθηκε στ γραφεο τς Κοινότητας κα τέθηκε υπό κράτηση. Δεν πρόβαλε τν παραμικρ ντίσταση, δν βγαλε άχνα, μόνο τ γαλανά του μάτια τ σκοτείνιασε πογοήτευση κα ο γεροδεμένοι ώμοι του ζάρωσαν, σν ν θελαν ν φυλαχτούν π δυνατ χτύπημα.

Τ νέο το ναυαγο, τν ποο εχε βγάλει π τ λίμνη ψαράς, μαθεύτηκε κα στ κοντιν ξενοδοχεία. Κι λπίζοντας σ' να διασκεδαστικ πεισόδιο, πο θ σπαγε κάπως τ μονοτονία τς μέρας τους, ρθαν κάποιοι π τος νοίκους τους ν δον π κοντ τν «γριο». Μι κυρία το πρόσφερε να ζαχαρωτό, πο κενος καχύποπτος σαν πίθηκος οτε πο τ’ γγιξε. νας κύριος τν βγαλε φωτογραφία. Ο μαζεμένοι φλυαροσαν κα κουβέντιαζαν μεταξύ τους, σπου μ τ πολλ διευθυντς μις μεγάλης πανσιόν, πο εχε ζήσει χρόνια στ ξωτερικ κα ξερε κάμποσες γλσσες, μίλησε στν φοβισμένο πι ντρα μ τ σειρ στ γερμανικά, στ ταλικά, στ γγλικ κα τέλος στ ρώσικα. Στ κουσμα τς πρώτης λέξης στ γλώσσα του, τρομαγμένος νασήκωσε τ κεφάλι, να πλατύ χαμόγελο φώτισε τ πρόσωπό του π τ να ατ ς τ λλο, κι εθς βάλθηκε ν διηγεται μ σιγουρι κα προθυμία λη τν στορία του πο ταν πολύ μακρι κα πολ μπερδεμένη. Πολλς π τς λεπτομέρειές της ξεπερνοσαν τς κανότητες το κατ τύχη διερμηνέα. Σ γενικς γραμμές, στόσο, στορία το νθρώπου ταν παρακάτω: Είχε πολεμήσει στ Ρωσία. Κα μι μέρα τν εχαν φορτώσει μαζ μ χιλιάδες λλους σ φορτηγ κα τος εχαν μεταφέρει μακριά, τος εχαν νεβάσει σ καράβια κα τος εχαν πάει κόμα πιο μακριά, σ μέρη που κανε τόση ζέστη στε (πως τ επε) νιωθες τ κόκαλά σου ν ψήνονται μέσα στ κρέας σου. Τελικ φτασαν κάπου, τος φόρτωσαν ξαν σ φορτηγ κα μετ τος πρόσταξαν ν κάνουν πίθεση σ' ναν λόφο – γι τν ποο δν ξερε κα πολλά, μις κι μέσως σχεδν τν χτύπησε σφαίρα στο πόδι. Ο παρευρισκόμενοι, γι τος ποίους διερμηνέας μετέφραζε ρωτήσεις κι παντήσεις μ τ σειρά, κατάλαβαν μέσως τι ατς φυγς ταν στρατιώτης στις ρωσικς μεραρχίες, σ’ ατς πο εχαν σταλε π τν λλη κρη το κόσμου, π τ Σιβηρία κα τ Βλαδιβοστόκ στ γαλλικό μέτωπο. Κι συμπόνια γι τν τύχη του δν τος μπόδισε ν νιώσουν κα περιέργεια γι τος λόγους πο τν σπρωξαν ν πιχειρήσει ατ τν παράξενη φυγή. Μ' να χαμόγελο, μισ καλόβολο μισ πονηρό, Ρσος τος φηγήθηκε πρόθυμα τν στορία του: μόλις έγινε καλ τ πόδι του, μέσως ρώτησε τος νοσοκόμους πρς τ πο πεφτε Ρωσία· το δειξαν τν κατεύθυνση κα κενος τ χάραξε στο μυαλό του προσέχοντας τ θέση το λιον κα τν στεριν. Μετ φυγε κρυφά, τό 'σκασε. Γι ν μν τν πιάσουν ο περίπολοι, περπατοσε τς νχτες, ν τις μέρες κρυβόταν μέσα στς θημωνιές. Τν πείνα του τ χόρταινε μαζεύοντας φροτα κα ζητιανεύοντας ψωμί. Δέκα μέρες προχωροσε μέχρι πο τελικ φτασε σ' τούτη δ τ λίμνη. Στ σημεο ατ ο ξηγήσεις του ρχισαν ν μπερδεύονται. Φαίνεται πως γεννημένος κοντ στ λίμνη Βαϊκάλη, πίστεψε πς στν λλη χθη τούτης τς λίμνης βρισκόταν Ρωσία. Το σίγουρο εναι πως κλεψε δύο σανίδια π μία καλύβα κα ξαπλωμένος πάνω της μ τν κοιλιά, βάλθηκε ν τραβάει κουπ μ να τρίτο σανίδι γι ν βγε στ' νοιχτά. κε τν βρκε ψαράς. φοβισμένη ρώτηση μ τν ποία τελείωσε τν μπερδεμένη του ξιστόρηση, ν δηλαδ τν πόμενη κιόλας μέρα θα μποροσε ν πάει σπίτι του, προκάλεσε (μέσως μόλις μεταφράστηκε) τρανταχτ γέλια μ τν φέλειά της. Αλλά γρήγορα τ γέλια σβησαν φήνοντας στ θέση τους συγκίνηση κα συμπόνια. Κι λοι δωσαν, λλος κέρματα, λλος χαρτονόμισμα, στν νήσυχο στενοχωρημένο νθρωπο.

Στ μεταξ εχε εδοποιηθε τηλεφωνικ κα στυνομία στ Μοντρα κι εχε φτάσει κι νας ξιωματικός, που κατέγραψε τ περιστατικ στ πρωτόκολλο – χι χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Γιατ δν ταν μόνο κατ προσέγγιση διερμηνεία πο ποδείχτηκε νεπαρκής – ταν κι πρωτοφανής, διανόητη γι Δυτικοευρωπαίους μορφωσι ατο το νθρώπου: ο γνώσεις του γι τν αυτό του μετ βίας φταναν γι ν δηλώσει τ νομά του. Μπόρις τν λεγαν. Γι τ χωρι κα γι τν πατρίδα του λίγες μόνο και σαφες πληροφορίες μποροσε ν δώσει πως ταν μουζίκοι το πρίγκιπα Μετσέρσκι (ατ τ λέξη χρησιμοποίησε, «μουζίκοι», δουλοπάροικοι δηλαδή, κι ς εχε καταργηθε λέξη ατ δ κα μισν αώνα) κα πς ζοσε πενήντα βέρστια μακρι π τ μεγάλη λίμνη, μ τ γυναίκα του κα τ τρία του παιδιά. Βάλθηκαν τότε οι παρευρισκόμενοι ν συζητον τν περίπτωσή του κα ν διαφωνον πάνω π τ σκυμμένο κεφάλι του γι τ τί πρεπε να κα νουν:  λλοι λεγαν ν τν παραδώσουν στη ρωσική πρεσβεία στ Βέρνη, λλοι φοβονταν πως τσι ο νθρωπος θα κατέληγε ξαν στ Γαλλία. στυνόμος τους ξήγησε τη δύσκολη διαφορ – δν ξερε οτε διος ν πρεπε να τον χαρακτηρίσει λιποτάκτη ξένο χωρίς χαρτιά. Ο γραμματέας τς Κοινότητας πέκλεισε ξ ρχς τν περίπτωση ν το προσφέρουν κε τροφ κα στέγη. νας Γάλλος φώναξε φανερ νευριασμένος τι δν πρχε κανένας λόγος ν χρονοτριβον μ τν θλιο λιποτάκτη: πρεπε ν τον στείλουν κατευθείαν πίσω π κε πο εχε ρθει. Δύο γυνακες διαμαρτυρήθηκαν ντονα, δν φταιγε επαν ατς γι τ βάσανά του, κα θά ‘ταν γκλημα ν διώξουν έναν δύστυχο φυγάδα π τν τόπο τους. τυχαία συνάθροιση πειλοσε ν καταλήξει σ πολιτικ καβγά, ταν αφνης βγκε μπροστ νας μεσόκοπος κύριος, νας Δανός, κα δήλωσε ποφασιστικ τι θ' ναλάμβανε διος τ ξοδα φιλοξενίας ατο το νθρώπου γι χτ μέρες στ διάστημα ατ θ πρεπε ο ρχς ν ρθουν σ συνεννόηση μ τν πρεσβεία κα ν ποφασίσουν. λύση ατ κανοποίησε κα τος κρατικος παλλήλους κα τος πλος πολίτες.

σην ώρα συνεχιζόταν κα φούντωνε κουβέντα ατ, δύστυχος ξένος είχε σηκώσει φοβισμένος τ μάτια του κα κοίταζε, κυριολεκτικ κρεμόταν π τ χείλη το διερμηνέα, πο ταν μόνος μέσα σ λον ατν τν σαματά κανς ν το δώσει ν καταλάβει ποιά τύχη τν περίμενε.

Μουδιασμένος γύριζε πότε πότε κα πρς τ μέρος το γέρου λοχία, πο δειχνε ν κνευρίζεται μ τν παρουσία του. Κι συναίσθητα, ταν καταλάγιασαν κάπως οι φωνές, ψωσε πρς τ μέρος του τ δύο του χέρια κετευτικά, όπως κάνουν ο γυνακες μπροστ στ εκονίσματα. χειρονομία του ατή, παρακλητική του στάση, τος συγκίνησε λους. ξενοδόχος-διερμηνέας τν πλησίασε μ θέρμη κα τν καθησύχασε, ν μ φοβται το επε, δν θ πάθαινε τίποτα, κανένας δν θ τν πείραζε, θ τν φρόντιζαν πως πρεπε. Ρσος κανε ν το φιλήσει τ χέρι, μ λλος τ τράβηξε, δν τν φησε. στερα το δειξε τ διπλανό σπίτι, τ πανδοχεο το χωριο που θ βρισκε κρεβάτι κα φαγητό, το επε κόμα μερικ καθησυχαστικ λόγια, τν ποχαιρέτησε κι φυγε παίρνοντας τ δρόμο γι τ ξενοδοχεο του.

φυγς μεινε κίνητος ν τν κοιτάζει. Κι πως ξεμάκραινε μόνος πο ξερε τ γλώσσα του, τ πρόσωπό τον σκοτείνιαζε. Μ δυστυχισμένο βλέμμα συνέχισε ν τν παρακολουθε, καθώς προχωροσε πρς τ ξενοδοχείο του, πο βρισκόταν λίγο ψηλότερα στν πλαγιά. Κι οτε γύριζε να κοιτάξει τος λλους γύρω του, πο ποροσαν κα γελοσαν μ τ φος κα τ φέρσιμό του. ταν κάποιος τν πρε συμπονετικ π τ μπράτσο ν τν δηγήσει στ πανδοχεο του, σκυψε τ κεφάλι κα γέρνοντας τος μους μπκε μέσα. Τν βαλαν να κάτσει σ' να τραπεζάκι, υπηρέτρια το φησε γι καλωσόρισμα να ποτηράκι ρακ κι κε στριμωγμένος μεινε λο τ πρωί, μ χαμηλωμένα μάτια, κίνητος κι μίλητος. Τ παιδι το χωριο λο κα περνοσαν ξω π τ παράθυρο κα χτυποσαν τ τζάμι, γελοσαν κα το φώναζαν – μ κενος δν σήκωνε τ κεφάλι. σοι μπαιναν μέσα, τν κοίταζαν μ περιέργεια. κενος, μως, εχε τ βλέμμα καρφωμένο στ τραπέζι, τν πλάτη σκυφτή, λο ντροπ κι μηχανία. Κι ταν τ μσημέρι, τν ρα το φαγητο, γέμισε ταβέρνα το πανδοχείου μ κόσμο πο γελοσε κα μιλοσε, ταν γύρω του σηκώθηκαν βουίζοντας κατοντάδες λέξεις κατανόητες γι τν διον, νιωσε τόσο τρομακτικ ξένος κα βουβς κα κουφς μέσα σ λη ατ τ φασαρία, στε τ χέρια του ρχισαν ν τρέμουν κι οτε ν πιάσει τ κουτάλι γι ν φάει τ σούπα του δν μποροσε. Ξάφνου να χοντρ δάκρυ κύλησε στ μάγουλό του κι πεσε στ τραπέζι. λαφιασμένος κοίταξε γύρω του. Ο λλοι τ εχαν προσέξει κα σώπασαν πότομα. Ντροπιάστηκε τότε κόμα πι πολ κι σκυψε κι λλο τ κεφάλι, βαρύ, ναμαλλιάρικο, σν νά 'θελε ν τ κολλήσει κα ν κρυφτε στ μαρο ξύλο το τραπεζιο.

Ως τ πόγευμα μεινε σ' ατ τ θέση. νθρωποι μπαιναν κι βγαιναν, λλ κενος σν ν μν νιωθε τν παρουσία τους, κι κενοι σταμάτησαν ν τν κοιτάζουν μ περιέργεια: Ήταν μία σκι πο καθόταν στ σκι τς σόμπας, μ τ χέρια βαρι κουμπισμένα στ τραπέζι μπροστά του. Τν ξέχασαν λοι κι τσι κανες δν τν εδε, ταν τ σούρουπο σηκώθηκε κα μηχανικά, σέρνοντας τ βήματά του βαριά, πρε τν νήφορο πρς τ ξενοδοχείο. κε στάθηκε μία ρα, μπορεί και δυο, στην πόρτα, με το κασκέτο ταπειν στ χέρια, χωρίς να τολμάει να κοιτάξει κανέναν καταπρόσωπο. Ώσπου ένας από τους γκρουμ ντιλήφθηκε τν παράξενο νθρωπο, που ήταν ασάλευτος σν κορμς δέντρου μπροστά στην κατάφωτη είσοδο το ξενοδοχείου, σν ριζωμένος στ δαφος – και φώναξε τν διευθυντή. Τν δια στιγμ φωτίστηκε ξανά το φωτειν πρόσωπο το ξένου, ταν κουσε να τον χαιρετούν στ γλώσσα του.

«Τί θέλεις, Μπόρις;» τν ρώτησε μ’ ευγένεια κα καλοσύνη διευθυντής.

« Συμπαθάτε με» τραύλισε φυγάς. «θελα να… μόνο ν ρωτήσω... ν μπορ ν πάω σπίτι μου».

«Φυσικά, Μπόρις » χαμογέλασε και διευθυντής. «Φυσικά».

«Αύριο;»

Τότε λλος σοβάρεψε. Τ χαμόγελο σβησε π τ πρόσωπό του, τόση ταν κεσία στ φων το δύστυχο Ρώσου.

«Όχι, Μπόρις... όχι αριο. Θ πς σπίτι σου, ταν τελειώσει πόλεμος».

«Πότε; Πότε θα τελειώσει πόλεμος;»

« Θεός ξέρει. μες ο νθρωποι δν τ ξέρουμε ατό».

«Κα πρν τελειώσει; Πρν τελειώσει δν μπορ ν γυρίσω σπίτι μου;»

«χι, Μπόρις ».

«Τόσο μακρι εναι;»

«Ναι.»

«Πολλές μέρες δρόμο;»

«Πολλς μέρες».

«ς εναι μακριά, κύριε! Θ πάω, ντέχω. Δεν θα κουραστ».

«Δν μπορες ν πς, Μπόρις. Δν μπορες ν περάσεις. ‘Υπάρχει κι λλο σύνορο στ δρόμο».

«Σύνορο;» Ρσος κοίταξε σν χαμένος. Δν τν ξερε τ λέξη. «Θ τ κολυμπήσω» επε, τέλος, μ τ λλόκοτο ταπειν πεσμα του.

διευθυντς παραλίγο ν βάλει τ γέλια. λλ λυπήθηκε τν δύστυχο κα το ξήγησε σο μποροσε πι πλά: «χι, Μπόρις, ατ δν γίνεται. Τ σύνορο εναι μια ξένη χώρα. Μι λλη χώρα. Ο νθρωποι κε δν θ σ φήσουν ν περάσεις».

«Μ δν θ τος κάνω τίποτα! φο τ ντουφέκι μου τό 'χω πετάξει. Γιατί δν θ μ' φήσουν ν πάω στ γυναίκα μου; Θ τος παρακαλέσω ν μ' φήσουν, γι τν γάπη το Χριστο...»

διευθυντς σοβάρεψε κι λλο, πίκρα σκοτείνιασε τ πρόσωπό του. « Δν θ σ' φήσουν, Μπόρις » επε. «Οι νθρωποι δν νοιάζονται πι οτε γι τν Χριστ οτε γι τν γάπη του».

«Κα τί ν κάνω, κύριε; δ δν μπορ ν μείνω! Ο νθρωποι δν καταλαβαίνουν τί λέω. Οτε γ καταλάβαίνω τί λένε».

«Θ τ μάθεις τ γλώσσα, Μπόρις».

«χι, κύριε» έσκυψε Ρώσος τ κεφάλι. «Δν μπορ ν τ μάθω. Τίποτα δν μπορ ν μάθω. Μόνο να δουλεύω στ χωράφια μπορ. Τι θ κάνω δ; Θέλω να γυρίσω σπίτι μου! Δεξε μου τ δρόμο!»

«Δν πάρχει πι δρόμος, Μπόρις».

« Μ δν γίνεται, κύριε. Δν μπορον ν μο απαγορεύσουν ν γυρίσω στ γυναίκα μου κα στ παιδιά μου! Δν μπορον! Δν εμαι πι στρατιώτης!»

«Μπορον, κι μως μπορον».

«Κι τσάρος;» ρώτησε ξαφνικ Μπόρις, τρέμοντας σχεδν π σέβας κα λπίδα.

«Δν πάρχει πι τσάρος, Μπόρις. Τν κθρόνισαν ο νθρωποι».

«Δν πάρχει πι τσάρος;» Κοίταξε τν διευθυντή νήμπορος ν καταλάβει τ λόγια πο εχε μόλις κούσει. μικρ σπίθα τς τελευταίας λπίδας σβησε στ μάτια του. «Δηλαδ δν μπορ ν γυρίσω σπίτι μου;» ρώτησε κουρασμένα.

«χι κόμα. Πρέπει ν περιμένεις, Μπόρις».

«Πολύ;»

«Δν ξέρω».

Στ σκοτεινι τς βραδις τ πρόσωπο το Μπόρις φάνηκε να σκοτεινιάζει κι λλο, κι λλο. «Περίμενα κιόλας παρ πολύ! Δν μπορ ν περιμένω λλο. Δεξε μου το δρόμο! Θ προσπαθήσω».

«Δν πάρχει δρόμος, Μπόρις. Στ σύνορα θ σ συλλάβουν. Μενε δ κα θ σο βρ δουλειά!»

«Ο νθρωποι δ δν καταλαβαίνουν τί τος λέω. Οτε γ καταλαβαίνω τί μο λένε» ξανάπε πεισματικά Ρσος. « Δν μπορ ν ζήσω δ! Βοήθησέ με, κύριε!»

«Δν μπορ, Μπόρις.»

«Γι τν γάπη το Χριστο, βοήθησέ με, κύριε! Βοήθησε μ γιατ δν ντέχω λλο!»

«Δν μπορ, Μπόρις. Κανένας δν μπορε πι ν βοηθήσει κανέναν».

Στάθηκαν μίλητοι κοιτάζοντας νας τν λλον. Μπόρις σφιγγε τ κασκέτο του στ χέρια. «Γιατί τότε ρθαν κα μ πραν π τ σπίτι μου; Ν πολεμήσω για τ Ρωσία κα τν τσάρο, επανε. Ρωσία, μως, εναι μακρι π δ κα τν τσάρο τν τσάρο τν... πς τ επες;»

«Τν κθρόνισαν».

«Τν κθρόνισαν». πανέλαβε τ λέξη χωρς ν τν καταλαβαίνει. «Τί ν κάνω, κύριε ; Πρέπει ν γυρίσω σπίτι μου! Τ παιδιά μου κλανε, μ ζητνε! Δν μπορ ν ζήσω δ! Βοήθησέ με, κύριε! Βοήθησέ με!»

«Δν μπορ, Μπόρις».

«Κανείς; Κανες δν μπορε ν μ βοηθήσει;»

«Τώρα κανείς».

Ρσος σκυψε κι λλο τ κεφάλι. Μετ επε βραχνά: «Σ’ εχαριστ, κύριε », κανε μεταβολ κι φυγε.

ργ ργ πρε τ δρόμο πρς τ κάτω. διευθυντής μεινε κάμποσο ν τν κοιτάζει, κι πόρησε ταν εδε πς δν τράβηξε προς το πανδοχείο του χωριού, αλλά άρχισε ν κατεβαίνει τ σκαλι πρς τν χθη τς λίμνης. Τέλος, ναστέναξε κα γύρισε στ δουλειά του, στο ξενοδοχείο.

τύχη τά 'φερε κα διος ψαρς βρκε τν λλη μέρα τ πρω τ γυμν κορμ το πνιγμένου. Εχε φήσει διπλωμένα στν χθη τ ροχα πο το χάρισαν –τ παντελόνι, τ κασκέτο κα τ σακάκι– κι εχε προχωρήσει μέσα στ νερό, εχε μπε στ νερ πως εχε βγε π' ατό. Τ συμβν καταγράφτηκε. Κι πειδ τ νομα το ξένου ταν γνωστο, βαλαν στ μνμα του ναν φτηνό ξύλινο σταυρό, ναν π τος ξύλινους νώνυμους σταυρος μ τος ποίους εναι στρωμένη πι Ερώπη μας, π τ μία ς τν άλλη της άκρη. –

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου