Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Γ. Λαμπρινός: Το κλέφτικο τραγούδι

Ο αγωνιστής Γ. Λαμπρινός (Μπαστουνόπουλος) γεννήθηκε το 1909 στη Σίτσοβα (Αλαγωνία), ορεινό χωριό του Ταΰγετου. Σε νεαρή ηλικία στρατεύεται στο κομμουνιστικό κίνημα, στο οποίο αφιέρωσε όλη του τη ζωή. Παρατάει τη Φιλοσοφική Σχολή στο δεύτερο έτος. Εμφανίζεται για πρώτη φορά με κείμενα του στην καλαματιανή εφημερίδα Θάρρος (1936) και αργότερα στα Νεοελληνικά Γράμματα (1939), στη Βραδυνή και στη Νέα Εστία με διηγήματα και άρθρα. Στη Φιλολογική Καθημερινή δημοσιεύει τις πρώτες μονογραφίες από τις «Μορφές του Εικοσιένα».

Το 1926 οργανώθηκε στο ΚΚΕ, συνελήφθη στο Γύθειο, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μηνός και εκτοπίστηκε στη Σπάρτη. Το 1927 κρατήθηκε στη φυλακή για ενάμιση μήνα ύστερα από επεισόδιο. Παντρεύτηκε το 1936, εξορίστηκε από το μεταξικό καθεστώς στη Σίκινο και αργότερα νοσηλεύθηκε με φυματίωση. Ήταν ήδη μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

Στην Κατοχή οργανώνεται στο ΕΑΜ, αναλαμβάνει τον τομέα καλλιτεχνών διανοουμένων του Κομμουνιστικού Κόμματος και του ΕΑΜ και εκδίδει πέντε τεύχη του παράνομου περιοδικού Νέοι Πρωτοπόροι.

Στη διάρκεια της Κατοχής οι «Μορφές του Εικοσιένα» πραγματοποιούν, λογοκριμένες, δύο εκδόσεις. Με τη δεύτερη να είναι αφιερωμένη στον «Νίκο μας», δηλαδή στον επαναστάτη κομμουνιστή αρχηγό του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη. Το βιβλίο επανεκδόθηκε μετά την Κατοχή (εκδ. «Ο Ρήγας», 1945) σε πλήρη μορφή και με ξυλογραφίες του Τάσσου. Αρχές του 1944 συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και βασανίζεται στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν. Αμέσως μετά την Κατοχή εκδίδει τη μελέτη «Μοναρχία στην Ελλάδα» («Ο Ρήγας», 1945) και «Tο δημοτικό τραγούδι» από τα Νέα Βιβλία (1947), αφιερωμένο στη μνήμη του δολοφονημένου Γιάννη Ζευγού στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει την καλλιτεχνική σελίδα του Ριζοσπάστη (1944-1947) και του Ρίζου της Δευτέρας και καθοδηγεί, από κομματικής πλευράς, το φιλολογικό περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, με διευθυντή τον Δ. Φωτιάδη.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου θα καταφύγει αρχικά στη Γαλλία και μετέπειτα θα βρεθεί στο βουνό ως αντάρτης του ΔΣΕ. Θα στελεχωθεί στην επιτροπή διαφώτισης του ΔΣΕ και θα επιμεληθεί πολλές εκδόσεις του Αρχηγείου του, ανάμεσα στις οποίες και την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα αλλά και το πόνημα «Μακρονήσι – το αμερικανικό Νταχάου στην Ελλάδα» με συλλογή μαρτυριών φαντάρων που βρέθηκαν στη Μακρόνησο και μετά προσχώρησαν στον ΔΣΕ. Το 1949 εγκλωβίζεται στα Τζουμέρκα από τον Μοναρχοφασιστικό Στρατό. Η υγεία του δεν του επιτρέπει να μετακινηθεί και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση σε μια μικρή καλύβα. Συνελήφθη μαζί με άλλους μαχητές και, ύστερα από δύο μέρες, εκτελέστηκε με το πρόσχημα ότι επιχείρησε να δραπετεύσει. Ιούλης του 1949. Θάφτηκε σε ομαδικό τάφο ανάμεσα στα Άγναντα και στα Πράμαντα στα Τζουμέρκα. Δεν βρέθηκε ποτέ ο τάφος...

Δημοσιεύουμε το 8ο κεφάλαιο με τίτλο «Το κλέφτικο τραγούδι» από το βιβλίο του «Το Δημοτικό Τραγούδι» (εκδ. Κέδρος, 1981). Ο αγώνας για ανεξαρτησία και για λυτρωμό του λαού συνεχίζεται...

***

Το κλέφτικο τραγούδι

Το κλέφτικο τραγούδι ταιριάζει χρονικά μέ τήν κλέφτικη ζωή καί πάλη. Ο γνες μως τν κλεφτν καί τν ρματολν πόχτησαν μαδικό, μαζικό χαρακτήρα κι έπλασαν άγωνιστική παράδοση βασικά μέσα στον 18ον αιώνα. Η παράδοση τούτη φυσικά ερχόταν από τους προηγούμενους αἰῶνες λλά ξεκομμένη κι σχημάτιστη. Επρεπε νά ριμάσουν ο ντικειμενικοί όροι πού θά διναν τό ναγκαο καθολικό βάθος και πλάτος στούς γνες γιά νά πλαστε μεγάλη παράδοση πού δηγε στήν ψυχική ανάταση το λαο, στο ρωικό πνεύμα καί στή δημιουργία πικς ποιητικς τμόσφαιρας. Καί τοτο γινε μέσα στα 100 περίπου προεπαναστατικά χρόνια. λη ή κλέφτικη ποίηση, μέ λιγοστές εξαιρέσεις, χρονολογεται στήν περίοδον ατή. Τα στοιχεα ρθαν πό τή μεσαιωνική λαϊκή ποίηση καί κατά πρώτο λόγο τήν κριτική. Στο περιεχόμενο κληρονομήθηκε τό ρωικό πνεμα, πική αντίληψη τς ζως, στη μορφή δεκαπεντασύλλαβος. Αν ζούσε συγκροτημένο λληνικό θνος στο Μεσαίωνα, θά μς κληροδοτούσε ατόφια τή λαϊκή κριτική ποίηση. Μά τοτο στορικά δεν μποροσε νά σταθε κι λες ο λλες μαζί περιπέτειες το λληνισμο δέν φησαν νά ζήσει κριτική παράδοση στην καρδιά του νεώτερου λληνισμο παρά μονάχα ξεκομμένα πεισόδια, ποσπασματικά, σάν πηχήσεις ενός μακρινο κόσμου πού σβησε καί πάει, πέρασαν στο κλέφτικο τραγούδιπροσφέροντας τα πρώτα ποιητικά υλικά.

τσι σχηματίστηκε τό γεφύρι, πολύ αέρινο φυσικά, ανάμεσα στη μεσαιωνική καί τή νεώτερη λαϊκή ρωική μας ποίηση. Το νήμα της παράδοσης μόλις μπόρεσε να κρατηθεί.

Το κλέφτικο τραγούδι είναι ολοκληρωτικό δημιούργημα του νεότερου ελληνισμού, όταν συγκροτείται σε εθνότητα και μάχεται ν’ ποτινάξει από πάνω του τον ξένο τύραννο. Είναι το επικό τραγούδι της μάχης καί τς λαϊκς πανάστασης. Δεν ξέρει τίποτα πό τήν ρχαία Ελλάδα, δεν ξέρει τίποτα από τον μεσαιωνικόν κριτισμό. Στοιχεία πέρασαν κι π τν πρώτη κι π τ δεύτερο, μά στη νεώτερη ζωή του, στη νεώτερη συνείδησή του, γνοε καί τους δυό τούτους παλιούς ξεπερασμένους κόσμους.

Ο Όλυμπος εναι τ δοξασμένο βουνό τς ρχαίας Ελλάδας, κατοικία τν ρχαίων θεν, τό πάνθεο τς ρχαίας ελληνικής λατρείας. Το κλέφτικο τραγούδι τ’ γνοε λα τούτα πο πομένουν ξένα κι νεγνώριστα στη σύγχρονη ζωή και πάλη το κλέφτη, το λαο. Ολυμπος εναι καί πάλι το δοξασμένο βουνό, χι πια γιά τούς θεούς του μά για τους κλέφτικους γνες:

 

Ο Όλυμπος κι Κίσσαβος τά δυο βουνά μαλώνουν

το ποιό να ρίξει τή βροχή, το ποιό να ρίξει χιόνι

Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι λυμπος το χιόνι.

Γυρίζει τότ’ λυμπος καί λέγει το Κισσάβου.

–Μή με μαλώνεις, Κίσσαβε, μπρέ τουρκοπατημένε,

πού σέ πατάει Κονιαριά κ’ ο λαρσινοί γάδες

Εγώ εμ' γερο-Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος

χω σαράντα δυο κορφές κ’ ξήντα δυο βρυσούλες

κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί καί κλέφτης

κι ταν τό παίρν’ νοιξη κι νοίγουν τα κλαδάκια

γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους [1]...


Στον ποιητικό κύκλο τς κλέφτικης επαναστατικς παράδοσης λυμπος παίρνει νέα θωριά. Εναι καί πάλι τυλιγμένος στη δόξα πού τόν κάνει να φαίνεται στον «κόσμο ξακουσμένος», μά ο λόγοι τώρα εναι λλοι: εναι κλέφτης, λαϊκός γωνιστής που κρύβεται και παλεύει στις κορφές του μέ το ντουφέκι στο χέρι και το φλάμπουρο σηκωμένο ψηλά και δέν φήνει να πατήσουν τά ερά του χώματα ο λλόφυλοι ξένοι δυνάστες. Ο λυμπος συμβολίζει το κάθε λληνικό βουνό πού δέχτηκε καί φύλαξε τήν ρωική κλεφτουριά κα γινε πεδίο ρμητήριο μάχης μέ τούς μισητούς χθρούς. Ατή εναι νέα δόξα του καί μέσα σέ τέτοιαν ποθέωση τόν εδε καί τόν τραγούδησε λαός μας. Το βουνό μένει τό διο, πάντα τό διο, πό τ’ ρχαα χρόνια ς τά νεώτερα, μά ή θωριά του λλάζει κατά τήν στορική εποχή καί κατά τη στάση τν νθρώπων πέναντί του.

 Νέα ζωή, λότελα νέα και νέα, λότελα νέα τά πλάσματά της.

Ο κλέφτικος πικός κύκλος μπορε νά χωριστε σέ τέσσερα μέρη: α) στα καθαρά κλέφτικα, σα δίνουν δηλαδή τήν εκόνα τς ζως καί τς διάκοπης πάλης το νυπόταχτου λαϊκο γωνιστ· β) στ’ ρματολικά, πού μς δίνουν τήν εκόνα τς πολεμικς παράδοσης το ρματολισμο μέ τόν διόμορφο χαρακτήρα τς ζως καί τς πάλης του· γ) στα στορικά, πού ναφέρονται στην ηρωική δράση ενός προσώπου ξεχωριστο σ’ να μεγάλο περιστατικό στορικς σημασίας (κυρίως παναστατικά κινήματα) στη ζωή του θνους· καί δ) στα λαϊκά, που μιλάνε γιά τήν πάλη την κλέφτικη, γενικότερα τη λαϊκή, κατά τς σωτερικς ντίδρασης το κοτζαμπασισμο. μως, λες ατές ο κατηγορίες δέν ξεκόβουν λότελα μιά μέ τήν λλη, μά σα-σα μπλέκονται μιά μέσα στήν λλη κ’ ν χωρίζουν τόν πυρήνα της καθεμιά, δέν ξεχωρίζουν αυστηρά τα σύνορά τους. Από τόν χαρακτήρα τς ζως, τραγούδια κλέφτικα χουν στοιχεα ρματολικά και τ’ ντίθετο, πως καί τραγούδια ιστορικά ή λαϊκά χουνε μέσα τους αρματολική ή κλέφτικη δράση.

Γιατί ραγιάς γίνεται αντάρτης, γιατί πάει κλέφτης στα βουνά; Θ’ παντήσει το λαϊκό τραγούδι πού θά ηρωοποιήσει τό πρόσωπο, τόν νώνυμο αγωνιστή, καί θά εξιδανικέψει τήν πάλη του:

Νάμουν τόν Μάη πιστικός, τόν Αγουστο δραγάτης

κα στν καρδιά το χειμωνιο νάμουνα κρασοπούλος.

Μά πλιό καλά ‘ταν νμουνα αρματολός καί κλέφτης

ρματολός μέσ’ στα βουνά και κλέφτης μέσ’ στους κάμπους

νάχα τά βράχια δέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια

νά μέ κοιμν ο πέρδικες, νά μέ ξυπνν τ’ ηδόνια

καί στήν κορφή τς Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου

να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο νά μή μέ λένε...

πόθος το λαϊκο παλληκαριο εναι νά ξεφύγει τή σκλαβιά, ν’ νέβει στον ελεύτερον γέρα το βουνο καί κε να «τρώει τούρκικα κορμιά», να πολεμάει δηλαδή καί νά θανατώνει τους τύραννους του τόπου του, χωρίς ν’ κούει πιά τήν προσβολή το «σκλάβου». Από τίς τομικές χαρές τς ζως (πιστικός, δραγάτης, κρασοπούλος) τίποτα δέν τόν συγκινε τώρα, γιατί λα τοτα δέ λύνουν κανένα γενικό πρόβλημα ζως. δυνάστης μένει δυνάστης καί τό σπαθί του κρέμεται φοβερό πάνω πό τό κεφάλι του ραγι. ρχεται ρα τς πάλης μαζί του. Μά εναι κόμη πολύ πίσω, στο προστάδιο τς προσωπικς λάχιστα μαδικς δράσης. Ατομική λύτρωση ζητάει κλέφτης στε «σκλάβο νά μήν τόν λένε». Δέν κατέχει κόμη τήν πλα τήν θνική στα λυτρωτικά του οράματα.

Μά τοτο δέν χει λλη σημασία παρά χρονική μονάχα. Μέ τόν καιρό ο κλέφτες θα γενούν μπουλούκια, θα πλάσουν τόν ομαδικό βίο τους καί θά ξανοιχτον σε δράση ργανωμένη. σο καί νναι τό πίπεδο τς πάλης χαμηλό, χωρίς ριμότητα θνική μεγαλωμένη μέ γενικούς σκοπούς καί νόμους καιμέ σχυρό εθνικό κέντρο, τα στοιχεα τς ργάνωσης και της σχετικά πειθαρχημένης ζως εναι χρειαζούμενα, γιατί δράση ντάρτικη, στω καί ξεκομμένη, σε μπουλούκια, δέν μπορε ν’ νοιχτεί. Από την πείρα τς ζως ατς καί τς πάλης, βγήκαν ο γραφτοι νόμοι τς κλεφτουριάς. κε μέσα, στη σκληράδα τς διάκοπης μάχης καί τς γριας ζωής, πλάστηκε ντρειοσύνη του κλέφτη κ’ μορφιά της ψυχής του, τα δυό κεντρικά στοιχεία που συνθέτουν τη λεβεντιά του. Μίσος στους τυράννους, πόλεμος φονικός, φοβία, θυσία, ντοχή στούς κατατρεγμούς και στα βάσανα, ρωικό αντίκρισμα το θανάτου, λλά καί ρετή, καθαρή καρδιά, ψυχικό μεγαλεο.

Το καλοκαίρι εναι ποθητό κ’ εναι μορφο, γιατί τότε ξανοίγεται πλατειά κι ελεύτερη κλέφτικη δράση· χειμώνας ρχεται διάφορος, μπορε καί μισητός, γιατί θά ναγκάσει τήν κλεφτουριά να λουφάξει:

Παιδιά, πρ’ χινόπωρος, παιδιά, πρ’ χειμώνας

πέσαν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, ξεσκισαν τά λημέρια

παιδιά μου, να σκορπίσουμε, να γίνουμε μπουλούκια

πιάστε τούς φίλους τους πιστούς καί τούς πιστούς κουμπάρους

παιδιά να ξεχειμάσουμε καί τοτον τό χειμνα...

χειμωνιάτικη κακοκαιριά θα σκορπίσει και θα κρύψει κοντά στους «κουμπάρους», κοντά δηλαδή στους ραγιάδες, τούς κλέφτες, μά λος γονος καιρός θα περάσει μέ τήν κρυφή λαχτάρα νρθει κάποτε νοιξιάτικη καλοσύνη για να ξαναρχίσει νελέητη μέ τόν τύραννο πάλη:

Θέλετε δέντρα νθίσετε, θέλετε μαραθετε

στόν σκιο σας δέν κάθουμαι μαϊδέ καί στό δροσιό σας

μόν’ καρτερ τήν νοιξη, τμορφο καλοκαίρι

ν’ νοίξει γαρος καί γή οξιά, νά σκιώσουν τα λημέρια

νά βγον ο βλάχοι στα βουνά, νά βγον ο βλαχοπούλες

νά ζώσω το σπαθάκι μου, να πάρω το ντουφέκι

νά πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια

ν βγ στς Γκούρας τα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια

για να σουρίξω κλέφτικα λημέρι σε λημέρι

να μάσω τα μπουλούκια μου πού τάχω σκορπισμένα

νά πμε να πατήσουμε νατά τά τουρκοχώρια

να κλάψουν μάνες για παιδιά, γυνακες γιά τούς ντρες...

Αδιάκοπο νέβασμα και κατέβασμα γινήκαν τά ψηλά βουνά πό τήν ρα πού ο συνθκες τς ζως τά κάμανε λημέρι, ρμητήριο επαναστατικής δράσης για τη σκλαβωμένη ρωμιοσύνη. τσι, τώρα εναι γαπητά κ’ εναι μορφα, γιατί φυλάνε τίς ζωντανές μαχητικές δυνάμεις το λαο πού χτυπνε τόν τύραννο, προστατεύουν τον ραγιά και μια μέρα θα ξεσκλαβώσουν τόν τόπο.

ζωή τς κλεφτουρις εναι σκληρή, έχει βάσανα πολλά καί μεγάλα, μέσα σέ πολέμους διάκοπους χωρίς νασασμό, μέρες και νύχτες γιομότες γωνία και λαχτάρα. νώνυμος λαϊκός ποιητής θα τραγουδήσει τον καημό της:

Παιδιά, σάν θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γεντε

νμένα να ρωτήσετε νά σς μολογήσω

τς κλεφτουρις τά βάσανα καί τν κλεφτν τα ντέρτια

Μαύρη ζωή πού κάνουμε νμες ο μαροι κλέφτες

ποτέ μας δεν αλλάζουμε καί δέν σπροφορομε

ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.

Δώδεκα χρόνους καμα στους κλέφτες καπετάνιος

ζεστό ψωμί δέ φαγα, δέν πλάγιασα σέ στρμα

τόν πνο δέ χόρτασα, το πνου τή γλυκάδα

το χέρι μου προσκέφαλο καί τό σπαθί μου στρώμα

καί τό καριοφυλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.

Λιγοστοί θάναι ο κλέφτες μέ τήν καλή τύχη να μην πέσουν πό βόλι χθρικό, να περάσουν τη ζωή τους κλεφτοπολεμώντας καί να φτάσουν τσι ς τά βαθειά τους γεράματα. Μα καιτότε καημός το γεροκλέφτη δέ θάναι θάνατος πού θά τόν γυροφέρνει, μ ντάρα το πολέμου πού χάνεται γι’ αυτόν, χωρισμός πό τό πιό πολύτιμο καί τό πιό κριβό πού κατέχει κλέφτης στον κόσμο: τ’ ρματα. Τοτος καημός θα ξεχυθεί στο τραγούδι:

Γέρασα μαύρος γέρασα, δέ μπορ περπατήσω

δέ μπορ σύρω τρματα, τά γέρημα τσαπράζια

τίς πέντε ράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα.

Ντουφέκι μου περήφανο, πιστόλια πέρα πέρα

καί σύ σπαθί μου διμισκί, μέ τή χρυσ τή χούφτα

δέν πρέπεστε για κρέμασμα οδέ γιά τό παζάρι

μόν’ πρέπεστε για λεβεντιά και για λιανή μεσούλα.

Ο κλέφτης θα πειθαρχήσει τη ζωή του κάτω π’ τος γραφτους νόμους τς κλεφτουριάς. Η στερεμένη του ζωή πάνω στα βουνά, κυνηγώντας και κυνηγημένος μέ τόν χθρό, δέ θά τόν κάνει να χάσει την ηθική του. δ κανόνας είναι βαρύς, πως κανόνας τς μάχης καί τς μαδικς πειθαρχίας. Ο σεβασμός στη γυναίκα, τή ρωμιοπούλα, τη ραγιαδοπούλα, σημαδεύει καί χαρακτηρίζει τήν ρετή του:

Που ‘σουν, περιστερούλα μου, τόσον καιρό που λείπεις

–Πήγα να μάσω λάχανα μέ τ’ λλα τα κορίτσια

κ’ ο κλέφτες μς γνάντευαν πό ψηλά λημέρια

–Κορίτσια μαυρομάτικα και γαϊτανοφρυδάτα

γιά λτε στο λημέρι μας δυό λόγια νά σς πομε

μήν εναι τορκοι στο χωριό, μήν εναι κι ρβανίτες;

–Εμες βγήκαμε ταχιά μέσ’ πό τό χωριό μας

δέν ξαίρουμε, δέν εδαμε κι ν εναι κι ν δέν εναι.

Σαράντα κλέφτες τανε τριγύρω ξαπλωμένοι

κ’ να μικρό κλεφτόπουλο ντυμένο στο χρυσάφι

πίδια μς φίλεψε καί κρυό νερό π’ τή βρύση

–Σύρτε, κορίτσια, στο καλό κι νθρώπου μήν τό πετε.

 Μα ο κλέφτικοι καημοί είναι πολλοί. Ο πόλεμος, τα βάσανα, ο κίνδυνοι, θάνατος. Όλους θα τους περάσει αλαφροπατώντας. Ο λυτρωμός είναι ιδανικό ανώτερο πού κάνει γιά τόν γωνιστή τον τραχιό δρόμο του ανοιχτή δημοσιά. Έρχεται κάποτε τό σύντομο διάλειμμα, ή ποθητή ξεκούραση, τό χαροκόπι:

Καλς νταμωθήκαμε νμες ο ντερτιλήδες

να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας

πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν’ νταμωθομε

στον Άγιο Λι στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι

πόχουν ο κλέφτες σύνοδο κ’ ο καπιταναραίοι

πόχουν αρνιά καί μένουνε, κριάρια σουγλισμένα

οπόχουν και γλυκό κρασί πό τό μοναστήρι

κ’ χουν τή Γκόλφω στο πλευρό καί τούς κερνάει και πίνουν.

Κι καπετάνιος τούς μιλάει κι καπετάνιος λέει:

–Γιά φάτε, πιέτε βρε παιδιά, χαρετε να χαρομε

τοτον τ χρόνο τον καλό, τόν λλο ποιός το ξέρει

γι ζομε, γιά πεθαίνουμε, γιά σ' λλον κόσμο πάμε.

Καί τό χαροκόπι λοιπόν το κλέφτη σκιώνεται πό τή βαθειά προσμονή. Ο θάνατος πάντα γυρνάει πάνω του. Ας φάνε κι ς πιονε κι ς χαρονε τώρα πού εναι ζωντανοί γιατί τό αύριο κλέφτης δεν τό γνωρίζει. Σε κάποιο βουνό, σε κάποια ρεματιά, σε κάποιον χτο ή σε κάποιο διάσελο, παραμονεύει πάντα το φαρμακερό βόλι το χθρο. χαρά κι θάνατος μπλέκονται κι γκαλιάζουνται σε κοινή πορεία μέσα στην κλέφτικη ζωή καί πάλη. ρα θάρθει κάποτε που το πικρό βόλι θα κόψει το νήμα της ζωής του. Όμως και βαριά λαβωμένος δέ θα δειλιάσει και ψυχομαχώντας θά ντικρίσει τον χάρο κα θ χαιρετήσει τη ζωή παλληκαρίσια:

λιος βασίλευε κι Δμος παραγγέλνει

σύρτε παιδιά μου στο νερό, ψωμί να φάτε’ πόψε

και συ Λαμπράκη μ’ ανηψιέ, έλα κάτσε κοντά μου

να σου χαρίσω τρματα να γένεις καπετάνιος,

 

Παιδιά μου μή μ’ φήνετε στον ρημο τον τόπο

για πάρτε καί σύρτε με ψηλά στην κρύα βρύση

πού ‘νε τά δέντρα τα δασιά, τά πυκναραδιασμένα

κόψτε κλαδιά καί στρώστε μου καί βάλτε με νά κάτσω

καί φέρτε τον πνευματικό νά μέ ξομολογήσει

γι ν το π τ κρίματα όσα έχω καμωμένα

δώδεκα χρόνια αρματολός, σαράντα χρόνια κλέφτης.

 

Και βγάλτε τα χατζάρια σας φκιάστε μ’ ωριό κιβούρι

νά ‘νε πλατύ για τρματα μακρύ γιά τό κοντάρι

και στη δεξιά μου τή μεριά ν’ φστε παραθύρι

νά μπαίνει λιος τό πρωΐ καί τό δροσιό τό βράδι

νά μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, τς νοιξης τ’ ηδόνια

καί νά περνν ο γέμορφες νά μέ καλημεράνε [2].

Τν ρα το κινδύνου, τς μάχης καί, πάνω π’ λα, το θανάτου, φαίνεται νθρωπος. Ο δειλοί θα κλάψουν, ο μαραζωμένοι θ’ πελπιστούν, μά ο ντρειωμένοι τς ψυχς θ’ντικρίσουν τόν θάνατο παλληκαρίσια, πως τόν χθρό την ρα τς μάχης – χθρό καί τοτον νελέητο. Η πάλη μονάχα πλάθει τόν νθρωπο παλληκάρι, τόν ρματώνει με ρώμη ψυχική καί τόν δηγε νά στέκεται μέ κατάβλητο θάρρος μπροστά στή ζωή, ακόμη και στην κατάλυσή της. Τέτοια εναι κλέφτικη επαναστατική ζωή. Πάει το μαράζι, ο φόβος, ταπεινή ρρωστημένη ψυχή. Ο κλέφτης έτσι βλέπει τον θάνατο – στερνή του πάλη. Λαβωμένος καί πεθαίνοντας δυό οράματα κυκλώνουν τη φαντασία του: ζωή κι πόλεμος. Την πρώτη τν ποχαιρετάει και τόσο βαθειά εναι γάπη του γι’ ατήν, που θέλει στο κιβούρι του νοιχτό παραθύρι για να χαίρεται τήν νοιξη καί τίς όμορφες γυνακες. Τό δεύτερο δέν τόν φήνει οτε καί μέσα στον τάφο κι πόθος του εναι ν’ αποχτήσει μακρύ καί πλατύ κιβούρι για να μπορεί να «στέκει ρθός να πολεμάει καί δίπλα να γεμίζει». Πολεμάει – κι θάνατος, που μαθε να περιφρονε, τόν παραστέκει. Πεθαίνει – κι φήνει τη στερνή πνοή του πολεμώντας. Ν τέλειος τύπος το κλέφτη πού νεβαίνει σε ιδανικό τύπο νθρώπου για να καταξιώσει τη ζωή.


[1] Τα κείμενα των δημοτικών τραγουδιών που παραθέτω είναι παρμένα από τις «Εκλογές κλπ.» του Ν. Πολίτη. Τα προτίμησα για τη γλωσσική τους άρτιότητα, ἄν καί εἶναι γνωστό πώς ὁ Πολίτης έκανε επεμβάσεις στα κείμενα, διαλέγοντας και συμπληρώνοντας ἀπὸ τις διάφορες παραλλαγές, όπως του βολούσε. Παρ’ όλ’ αυτά ή συλλογή του είναι η εγκυρότερη και η σοβαρότερη. Όπου τα κείμενα είναι από το Fauriel, τον Passow κλπ., αναφέρω τα ονόματα.

[2] Ο Fauriel, που παραθέτει στη συλλογή του το ίδιο τραγούδι, όχι ακριβώς στην παραλλαγή του Ν. Πολίτη, ἀγνοεί τον στίχο άρ. 13 που λέει «να ‘νε μακρύ για τάρματα, πλατύ για το κοντάρι». Ὅμως ὁ Πολίτης παραγεμίζει το τραγούδι με τον στίχο τοῦτο παρμένον ἀπὸ κάποιαν άλλη παραλλαγή για να δείξει τήν ἀκριτική και μάλιστα, ακόμη πιο πίσω, τὴν ἀρχαιοελληνική καταγωγή του.

4 σχόλια:

  1. Δεν είναι τυχαίο, που μεγάλοι Ευρωπαίοι διανοούμενοι και λογοτέχνες ξεχώρισαν ανάμεσα στο δημοτικό τραγούδι, ειδικά το κλέφτικο και το μελέτησαν. Οι αξίες που περικλείνει, φτάνουν το ύψιστο ηθικό μεγαλείο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πρέπει, αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι, να γίνει οπωσδήποτε η συλλογή και η έκδοση των Απάντων του Γιώργη Λαμπρινού. Ό,τι έγραψε μες στη φωτιά των επικών χρόνων του ο σπουδαίος αυτός αγωνιστής συγγραφέας και μάρτυρας της ιερής υπόθεσης της λευτεριάς του Λαού μας πρέπει να εκδοθεί εκ νέου, συστηματικά, με άριστη φιλολογική επιμέλεια, πρέπει να κυκλοφορήσει ξανά, να διαδοθεί και να γίνει κτήμα όλων των παιδιών της εργατικής τάξης κι όλων των εργαζομένων της εποχής μας. Τα μηνύματα αυτού του έργου είναι κορυφαία και διαχρονικής αξίας. Μεγάλος έπαινος αξίζει στην ιστοσελίδα σας για αυτή τη σημερινή δημοσίευση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό που θέλω να υπογραμίσω, είναι, ότι αν κ κάποιοι μοντέρνοι ιστορικοί, όχι απαραίτητα νέοι σε ηλικία, μέχρι κ συνταξιούχοι, σνεβοκατεβάχουν τους κλέφτες "μιστοφόρους", η κλεφτουριά δεν έχει κσμιά σχέση, ως προς το χαραχτήρα, τα κίνητρα κ το ήθος με τους σύγχρονους μιστοφορικούς στρατούς. Η κλεφτουριά είναι φαινόμενο διαχρονικό κ διεθνικό, από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (οι δύο, που στσυρώθηκαν δίπλα στο Χριστό κ όχι μόνο αυτοί) μέχρι τον περίφημο Ρομπέν των Δασών κ μέχρι τους κλέφτες τη Βαλκανικής κ της Μικρασίας κ πρόκριται ουσιαστικά για αντάρτες σε συνθήκες ακραίας καταπίεσης κ εκμετάλλευσης του λαού από δεσποτικά καθεστώτα. Το φαινόμενο αυτό υποχωρεί κ εξαφανίζεται σταδιακά, ταυτόχρονα με την εμφάνιση κ ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Κυκλοφορούν: Γιώργος Λαμπρινός
    Μορφές του εικοσιένα, Ιστορικές μονογραφίες, Εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα, 2002
    Το δημοτικό τραγούδι, Κέδρος Αθήνα, 1981
    PC

    ΑπάντησηΔιαγραφή