Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

Μ. Αναγνωστάκης: Τα Σύννεφα του Άνθου Φιλητά

Το παρακάτω άρθρο του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 25/3/1984, είναι αναφορά στον «χαμένο» ποιητή Άνθο Φιλητά. Το αντιγράψαμε από το βιβλίο του Μ. Αναγνωστάκη «Τα Συμπληρωματικά, Σημειώσεις Κριτικής» των εκδόσεων Στιγμή (1985).

Ο ποιητής που κρυβόταν πίσω από το λογοτεχνικό ψευδώνυμο ήταν ο Άνθιμος Χατζηανθίμου, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1920. Το 1936 σε ηλικία 16 ετών έγραψε την ποιητική συλλογή Σύννεφα, η οποία τυπώθηκε το 1937 στην Αθήνα.

Το 1938 δημοσιεύεται άλλο ένα ποίημά του, «Η αποσύνθεση της γαλήνης», στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» και ύστερα, όπως ακριβώς γράφει ο μετέπειτα εκδότης του Φ. Βλάχος, «τίποτε πια». Πού πήγε ο «χαμένος» ποιητής; Γιατί άφησε την ποιητική τέχνη που τόσοι και τόσοι ατάλαντοι ή ταλαντούχοι θέλησαν να πάρουν λίγη από την αίγλη της και να την υπηρετήσουν; Πού;

Μας απαντάνε τα απλά λιτά λόγια του Γιώργου Κουμαρίδη για τον χαμένο ποιητή:  «Ο Α. Χατζηανθίμου μετά τη δράση του στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια της Κατοχής, κυνηγημένος από τους Γερμανούς, έφυγε στο βουνό με το όνομα Γιάννης Μακεδόνας. Ο Εμφύλιος Πόλεμος τον βρήκε Πολιτικό Επίτροπο Ταξιαρχίας του ΔΣΕ. Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου βρέθηκε στην Τασκένδη από όπου επαναπατρίστηκε στη Θεσσαλονίκη το 1976».

Γι’ αυτό το λόγο γράφουμε δύο λόγια τιμώντας τη «φυγή» του ποιητή από την λογοτεχνική σφαίρα της εποχής και την συμμετοχή του στον αγώνα του λαού μας ενάντια στους ναζιφασίστες κατακτητές και τους αγγλοαμερικάνους  ιμπεριαλιστές. Ο Α. Χατζηανθίμου έφυγε από τη ζωή το 1997.

Γ. Σεραφίνος

***

ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

ΤΟΥ ΑΝΘΟΥ ΦΙΛΗΤΑ 

ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Η θύμηση· ἡ οὐσία τοῦ χαῖρε

ΤΟ 1937 ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ μιὰ πλακέτα μὲ τὸν τίτλο: Σύννεφα. Τὸ ὄνομα τοῦ ποιητῆ: Ανθος Φιλητᾶς, φώναζε ἀπὸ μακριὰ πὼς ἦταν ψευδώνυμο, λίγο ἐστετίστικο, λίγο ἐξεζητημένο.

  Μιὰ μέρα τοῦ φθινοπώρου του '40, ὁ πόλεμος δεν εἶχε ἀκόμη ἀρχίσει, στὸ παλιό βιβλιοπωλεῖο τοῦ «Πυρσοῦ», ποὺ ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες τώρα δὲν ὑπάρχει, κάπου γωνία Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή, ὅπου σχεδόν κάθε ἀπόγευμα ἔδινα τὸ παρών, χαζεύοντας καὶ ξεφυλλίζοντας τις καινούριες ἐκδόσεις ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα — ἐντελῶς τυχαῖα πρόσεξα ἕνα βιβλίο (ὁ τίτλος του Σύννεφα, ποὺ κι ἄλλοτε τό 'χα δεῖ, ἀλλὰ δὲν εἶχα δώσει σημασία), στὰ χέρια ἑνὸς κοριτσιοῦ καὶ στὸ πλάι του ἕναν ἄντρα ἐντυπωσιακῆς ἐμφάνισης, με μακριά, ἴσια, λουστραρισμένα μαλλιά, ποὺ ἔσκυβε καὶ τῆς ψιθύριζε κι ὕστερα πῆρε ἕνα στυλὸ καὶ κάτι τῆς ἔγραψε στην πρώτη σελίδα, πολύ κολακευτικό προφανώς, γιατὶ εἶδα τὸ νέο κορίτσι νὰ κοκκινίζει καὶ νὰ τοῦ σφίγγει τρυφερὰ τὸ χέρι.

  «Αὐτὸς εἶναι», σκέφτηκα ἀμέσως. Αὐτὸς εἶναι ὁ ποιητής, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι αὐτός, ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι οἱ ποιητὲς — ἡ ἀκτινοβολούσα φιγούρα, που ἔβλεπα μπροστά μου, ἀνταποκρινόταν ἀπόλυτα στὸν ἰδεότυπο ποὺ εἶχα φορμάρει στο μυαλό μου γιὰ τὸ ζηλευτό γένος τῶν ποιητῶν.

  Ἔσπευσα νὰ ἀγοράσω τὸ βιβλίο, μὲ πολλὴ προσοχή, μὴ μὲ δεῖ ὁ ποιητής· εἶπα στὸ βιβλιοπώλη νὰ μοῦ τὸ τυλίξει καλά-καλὰ καὶ μέσα στὸ τράμ, ὥσπου να φτάσω στὸ σπίτι μου, τὸ εἶχα ἤδη διαβάσει δυό φορές. Ὣς τὸ βράδυ τὸ ἤξερα ἀπέξω καὶ βάλθηκα στὴ βόλτα να βομβαρδίζω τοὺς δυὸ τρεῖς φίλους μου, κι αὐτοὺς «φανατικοὺς γιὰ γράμματα», μὲ σκόρπιους στίχους, χωρὶς νὰ τοὺς ἀποκαλύπτω ζηλότυπα ποιός ἦταν ὁ ποιητής.

  Ολόκληρο τὸν ἑαυτό μου τὸν ἔβρισκα στους στίχους:

Μὲ φτάνει ἡ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου

Στ' ἀπόκοσμα θολὰ νερὰ

Τὸ σκίτσο τοῦ χλωμοῦ προσώπου

Τῆς δεσποινίδας Διάνας νὰ κρατῶ στὰ χέρια

Μὲ τὸ θετικὸ χαμόγελο τῆς μόνωσης

θανάσιμα ερωτευμένος τότε μὲ μιὰ πεντάμορφη Εβραιοπούλα, πλὴν ὁλότελα απλησίαστη μέσα στο γκέτο τῆς μεγαλουσιάνικης ἑβραϊκῆς συντεχνίας, καὶ ποὺ περιοριζόμουνα νὰ τὴ βλέπω ἀπὸ μακριά, ὅταν έβγαινε τὰ ἀπογεύματα στὸ πάρκο μὲ τὴ δασκάλα της.

  Από μακριὰ ἔβλεπα τότε καὶ τὸ νέο ποιητή, που σύντομα ἔμαθα πως λεγόταν ῎Ανθιμος Χατζηανθίμου, καὶ ἦταν φοιτητὴς τῆς Νομικής. Ο « ἰδεώδης φοιτητής», τον βάφτισε ὁ πρόωρα χαμένος φίλος Τάκης Αλεξανδρίδης, ποὺ σχεδὸν ἀμέσως τὸν εἶχα μυήσει στην καινούρια μου «ἀνακάλυψη». Διαβάζαμε τότε τὴν ᾿Αργὼ καὶ προετοιμάζαμε τὸν ἀνέμελο καὶ γλεντζέδικο βίο μας, ὅταν πιὰ θὰ σπάζαν τὰ δεσμὰ τοῦ σχολείου καὶ θὰ προβιβαζόμασταν σὲ ἀκαδημαϊκοὺς πολίτες, καὶ σχεδιάζαμε ἀπὸ τότε προγράμματα ἀσύλληπτης ομορφιᾶς καὶ ξένοιαστης ζωῆς, μὲ λίγο διάβασμα πότε-πότε, ὅσο νὰ δικαιολογοῦμε τὴν φοιτητική μας ἰδιότητα – τραγικὰ ἀνύποπτοι γιὰ ὅσα σὲ λίγο μᾶς περίμεναν.

Ὅμως δὲν θέλω νὰ μιλήσω ἐδῶ γιὰ κεῖνα τὰ χρόνια τότε, ποὺ δὲν «προλαβαίναμε νὰ γνωρίσουμε ἕναν ἄνθρωπο κι ὕστερα τὸν χάναμε».

  Ὁ ἴδιος ὁ Ἄνθιμος δὲν ἦταν πιὰ ὁ ἰδεώδης φοιτητής».

  Όταν στις 25 τοῦ Μάρτη του 1943 πετάχτηκε μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὡραῖος σὰν τὸν Ἐνζολωρά, καὶ μὲ σταθερὸ καὶ γρήγορο βῆμα κατάθεσε τὸ δάφνινο στεφάνι που κρατοῦσε στὰ χέρια του στην προτομὴ τοῦ Ναυάρχου Βότση, στὴν παλιὰ παραλία τῆς Σαλονίκης, ἐκσφενδονίζοντας στὰ μοῦτρα τῶν κατάπληκτων Γερμανῶν ἕνα βροντερὸ ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΑΜ - ἔγινε πιὰ γιὰ μᾶς, τοὺς κάπως νεότερους, ὁ «Ἰδεώδης Επαναστάτης», ἕνα σύμβολο της τοτινῆς φοιτηταριᾶς, ποὺ δὲν ξεθώριασε ἀπὸ τὸ χρόνο.

  Δεινὸς σκηνοθέτης ἡ Ἱστορία, ἀνάθεσε, πάλι, τὸν πρῶτο ρόλο στὸν Ἄνθιμο, πέρσι τέτοιον καιρό, ὕστερα ἀπὸ σαράντα χρόνια, στὸν ῎Ανθιμο πάλι νὰ στεφανώσει, ὅπως κάποτε, τὸ ἴδιο μνημεῖο, στὸν ἴδιο χῶρο, μπροστὰ στοὺς ἴδιους ἀνθρώπους, ὅσους ἀπόμειναν, καὶ στὰ παιδιά τους.

  ᾿Αλλὰ εἴπαμε: δὲν θὰ μιλήσουμε γιὰ ὅλα αὐτά.

  Κάποτε πρέπει ὁ ἴδιος ὁ ῎Ανθιμος, ὑπερνικώντας κάθε ἐνδοιασμό του, νὰ μᾶς δώσει ὁ ἴδιος τὴν κατάθεσή του, τὸ χρονικὸ μιᾶς ζωῆς στὰ βουνὰ τῆς Μακεδονίας, στὴν τριαντάχρονη ἀνελέητη προσφυγιά, τις συγκλονιστικές του προσωπικές περιπέτειες πού, ὅμως, τελικά, εἶναι οἱ περιπέτειες καὶ τὰ πάθη μιᾶς ὁλόκληρης γενιᾶς.

  Αὐτὸ τὸ βιβλίο πρέπει νὰ τὸ γράψει ὁ Ἄνθιμος, μᾶς τὸ χρωστᾶ καὶ τοῦ τὸ ζητᾶμε.

Συμβιβάστηκε ἡ ἑσπέρα

Μὲ τὸ ἔπος τῆς χαμένης ἡλικίας

Ἡ ἀπόφαση να ξανατυπωθεῖ τὸ ὁλότελα λησμονημένο, σήμερα, βιβλιαράκι (μιᾶς ἀπόφασης ποὺ ὁ εὐπαθὴς ἀναγνώστης θὰ πρέπει να μαντεύει τὸ ψυχικό της κόστος γιὰ τὸν ποιητή) — δὲν ἔχει σὰν ἀφετηρία της μια εύλογη συναισθηματικὴ ὀφειλή, ὁπωσδήποτε ὄχι μόνο μια τέτοια ὀφειλή.

  Γιατί εἴμαστε μερικοί, παλαιοὶ τῶν ἡμερῶν, ποὺ ἐξακολουθοῦμε νὰ πιστεύουμε πὼς ἡ ἰσχνὴ αὐτὴ ποιητική συλλογή, δὲν ἔχει μια περιορισμένη ιδιωτική σημασία, ἀλλὰ πὼς ἀνήκει κατευθείαν στὸ ἱστορικὸ σῶμα τῆς ποίησής μας.

  Μπορεῖ νὰ μὴν ἔπαιξε κανένα ρόλο στὴν ἐποχή της, νὰ μὴν προσέχτηκε κάν. Ἂν ἔλειπαν δυό-τρία κριτικά σημειώματα καὶ οἱ τυπικὲς ἀγγελίες στὰ «ἐλάβαμε» τῶν περιοδικῶν, θα 'λεγε κανείς πὼς ἀνήκει στην περιοχή της φήμης ἢ τοῦ μύθου, καθὼς δὲν ὑπάρχει σὲ καμιὰ δημόσια βιβλιοθήκη, οὔτε ἕνας στίχος σὲ καμιὰ ἀνθολογία, οὔτε ἕνα ἀντίτυπο στα χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ.

  Ἂν ὁ Ρεμπώ ἔγραψε το Μεθυσμένο Καράβι χωρίς νὰ ἔχει ἀντικρίσει τὴ θάλασσα ποτέ του — ἕνας ἄλλος δεκαεφτάχρονος ἀπὸ τὴν ἐπαρχία, με μοναδική πνευματική του συντροφιὰ τὸν Δροσίνη καὶ τὸν Χατζόπουλο τῶν Νεοελληνικῶν ᾿Αναγνωσμάτων τοῦ Γυμνασίου, ἀνακαλύπτει ξαφνικὰ πως κάτι ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸ στρωτὸ καὶ τὸ ἔλλογο, κάτι πέρα ἀπὸ τὴν καμπανιστὴ ρίμα καὶ τὸ παιχνίδι τῆς προσωδίας, καὶ ἀνοίγεται ἀνυπεράσπιστος, ἀλλὰ θαρραλέος, σ' ἕναν κόσμο ἄγνωστο, «αυθαίρετο» —όπως τὸν χαρακτηρίζει κάποιος κριτικός του—, ἕναν κόσμο ποὺ δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ κόσμος τοῦ ὑποσυνείδητου καὶ τοῦ ὑπερρεαλισμοῦ —οὔτε κὰν τὴ λέξη εἶχε ἀκούσει ὡς τότε ὁ ῎Ανθος Φιλητᾶς— ἀλλὰ ποὺ τὸν ψαύει μὲ τὸ δαιμονικό ἔνστικτο τοῦ ποιητῆ καὶ ἰδίως με τις κεραίες του νέου μιας καινούριας ἐποχῆς.

  Μὴν τὸ ξεχνᾶμε. Βρισκόμαστε στα 1937.

Λουλούδια, κύματα, ἐρημιές

Οἱ καρδιές μας τῶν εἴκοσι χρόνων

  Ἕνα νέο παιδί στέκεται μπροστὰ στὸν πάγκο τοῦ βιβλιοπωλείου καὶ ξεφυλλίζει τις καινούριες εκδόσεις.

  Τὸ μάτι του πέφτει σ' ἕνα μικρὸ τομίδιο, ελκυστικά τυπωμένο μὲ ἄφθαστο μεράκι (μέ τό μεράκι τοῦ Φίλιππα Βλάχου, τοῦ τελευταίου Μοϊκανοῦ τῆς τυπογραφικῆς τέχνης), ἀλλὰ μὲ τὸν σαφῶς παλιομοδίτικο καὶ ἐκτὸς συρμοῦ τίτλο Σύννεφα, ἕναν τίτλο ποὺ τίποτα τὸ ἐνδιαφέρον δὲν προοιωνίζει.

  Καὶ ὁ συγγραφέας; Κάποιος Ανθος Φιλητάς, ψευδώνυμο που φωνάζει ἀπὸ μακριά, ὁλότελα ἄγνωστο στὴ φιλολογικὴ ἀγορὰ — ποτὲ δὲν τὸν ἔχει ἀκούσει οὔτε ἔχει διαβάσει τίποτα δικό του.

  Τὸ νέο παιδί ξεφυλλίζει σχεδὸν ἀπὸ ὑποχρέωση καὶ ξαφνικά κάπου σκαλώνει:

Δὲν μποροῦν νὰ εὐδοκιμήσουν

Τ' ἄνθη ποὺ σπάρθηκαν τὴν ὥρα

Τοῦ γόνιμου πάθους καὶ τῆς ἡδονῆς.

Γυρίζει τὴ σελίδα:

Πέρα ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἡ ἀθανασία,

Πέρα ἀπὸ τὴν ἀθανασία, ἡ ἀβεβαιότης.

 

Μὲς στὴ σιωπή μας θάφτηκε

Τὸ παθητικό τραγούδι του συναπαντήματος

Περὶ τὴν ἕκτην βραδινὴν

Ὥραν τοῦ Σεπτεμβρίου.

  Τὸ νέο παιδὶ κοντοστέκεται. Ἐδῶ κάτι γίνεται. Αξίζει νὰ διαβάσει κανεὶς αὐτὸ τὸ ἄγνωστο βιβλίο. Ετοῦτος ὁ πρωτοφανέρωτος ποιητής πρέπει νά 'χει μέλλον.

  Προσπαθῶ νὰ φανταστῶ αὐτὸ τὸ νέο παιδὶ τοῦ σήμερα νὰ συνομιλεῖ μ' αὐτό τό βιβλίο, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ κάποτε.

  Ανάμεσα στο χρόνο καὶ στὴν ποίηση ποιός εἶναι ὁ νικητής;

  Ἂν ἡ ἡλικία στὰ ἀνθρώπινα βιολογικά μέτρα δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ καὶ γίνεται γελοία ὅταν πάει νὰ κρυφτεῖ — αὐτὴ ἡ ἡλικία πῶς μετριέται στὴν ποίηση, ποιούς νόμους ἀκολουθεῖ, ἢ μήπως περιφρονεῖ κάθε νόμο;

  Ποιός μπορεῖ καὶ ὣς ποιό βαθμὸ νὰ καταγράψει τὸ μακρινό ταξίδι ποὺ ἔκανε μέσα στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ταπεινό φυλλάδιο, μποτίλια στὸ πέλαγος χωρὶς παραλήπτη — ἄγνωστο στοὺς ἀνθολόγους, ἀκαταχώρητο στις βιβλιοθῆκες, ἀνύπαρκτο γιὰ τοὺς ἱστορικοὺς τῆς λογοτεχνίας μας καὶ θεληματικά (καὶ πόσο σκληρά!) «ξεχασμένο» καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ποιητή;

  «Μὲ τὸν ἐξοστρακισμό κάθε λογικοῦ εἱρμοῦ ἀπὸ τὴν ποίηση καὶ κάθε στοιχείου προσωδιακοῦ καθιερωμένου, ἐγκαθιδρύθηκε δυναστικὰ στὸν ἔμμετρο λόγο μας ή αυθαιρεσία. Μὲ “φράσεις”, μὲ λέξεις βαλμένες δίπλα σε λέξεις, γιὰ νὰ κάμουν κάποια ἐντύπωση καὶ γιὰ τίποτε ἄλλο, μὲ τὸ χειρότερο, δηλαδή, εἶδος βερμπαλισμού, χωρίς, ἐξάλλου, κανένα βαθὺ καὶ γνήσιο αἴσθημα μουσικῆς, πολλοί νέοι ποιητὲς θέλουν νὰ παραστήσουν ὅτι ἐκφράζουν ψυχικὰ γεγονότα, ποὺ ἄλλοτε ἔμεναν θαμμένα στὰ σκότη τοῦ ἀσυνείδητου, ὅτι ἐπιχειροῦν καταδύσεις σε περιοχές ποὺ ὣς τώρα ἔμεναν ἀνεξερεύνητες, ὅτι φέρνουν στὴν ἄρθρωση τῆς ἔκφρασης, ὅτι δίνουν κάποια ὕπαρξη πλαστική, σὲ ὅ,τι θολό, σκοτεινό, φευγαλέο, σὲ ὅ,τι ἀνέκφραστο σάλευε ως τώρα στὰ βάθη τῆς συνείδησής μας...».

  Πῶς νὰ μὴ μειδιάσει ὁ σημερινὸς νέος ἀπ' αὐτὲς τὶς «ἐκτιμήσεις» (πού, δυστυχῶς, προέρχονται ἀπὸ ἕναν Κλέονα Παράσχο, ἀνάμεσα σ' ἄλλα «καταδικαστικὰ» ποὺ ἔγραψε γιὰ τὰ Σύννεφα), ὅταν οὔτε τὴν αὐτοκαταστροφή τῆς ποίησης εἶδε νὰ ἐπέρχεται οὔτε τὰ δεινά, ποὺ προφήτευε ὁ κριτικὸς τῆς ἐποχῆς, ἐπαληθεύτηκαν;

  Καὶ τί θὰ γράψει, ἄραγε, ἡ κριτικὴ σήμερα;

  Θὰ ἀποδώσει, τάχα, δικαιοσύνη;

  Ἢ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἕνα βιβλίο διαπερνᾶ τὸ χρόνο ἡ δικαιοσύνη ἔχει ἤδη ἀποδοθεῖ;

1984

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου