Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Καρλ Μαρξ: Σχέδιο για τη ρύθμιση της τιμής του ψωμιού στη Γαλλία (15 Δεκεμβρίου 1858)

Σήμερα που οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους προσπαθούν να προτάξουν «φιλολαϊκές» πολιτικές για να απαντήσουν δήθεν στην ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση η σκέψη του γίγαντα Μαρξ γίνεται επίκαιρη και βοηθά το προλεταριάτο να αναπτύξει την κριτική του σκέψη και να ενταχτεί στον αγώνα για το γκρέμισμα του καπιταλιστικού συστήματος.

Το άρθρο είναι από το βιβλίο: του ανταποκριτή μας στο Λονδίνο Καρλ Μαρξ- 22 επίκαιρες ανταποκρίσεις για τη Ν.Υ Daily Tribune των εκδόσεων Καστανιώτης (μτφρ. Τζιαντζή Μαριάννα). Συνολικά, στη «New York Daily Tribune», δημοσιεύτηκαν 487 άρθρα των Μαρξ και Ένγκελς, εκ των οποίων τα 350 τα υπογράφει ο Μαρξ, τα 125 ο Ένγκελς, ενώ βρίσκουμε και 12 τα οποία υπογράφουν μαζί.

Το βιβλίο μεταφέρει στις σελίδες, μέσα από τις ανταποκρίσεις του νεαρού Καρλ Μαρξ, ολοζώντανα τη δεκαετία του 1850, σε μια ιστορική περίοδο στον απόηχο της καπιταλιστικής κρίσης του 1847 και των επαναστάσεων που συντάραξαν την Ευρώπη το 1848.

Πρόκειται ουσιαστικά για το διάστημα ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς και την περίοδο συγκέντρωσης και επεξεργασίας του συγγραφικού υλικού για το Κεφάλαιο, όταν ο Μαρξ βρισκόταν μόνιμα εγκατεστημένος στο Λονδίνο και μελετούσε συστηματικά και σε βάθος την πολιτική οικονομία.

***

Ο αυτοκράτορας της Γαλλίας [Λουδοβίκος Βοναπάρτης/Ναπολέων Γ΄] μόλις ανέλαβε την εφαρμογή ενός προσφιλούς σχεδίου του, της λεγόμενης ρύθμισης της τιμής του ψωμιού σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας του. Την ιδέα του αυτήν είχε συγκεκριμένα ανακοινώσει εδώ και καιρό, το 1854, κατά την ομιλία του στο Νομοθετικό Σώμα με την ευκαιρία της κήρυξης πολέμου κατά της Ρωσίας[1]. Αξίζει να αναφέρουμε τη δήλωσή του εκείνης της εποχής, η οποία έχει ως εξής:

Πάνω από όλα εφιστώ την προσοχή σας στο σύστημα που μόλις υιοθετήθηκε από την πόλη του Παρισιού, καθώς, αν επεκταθεί, όπως πιστεύω ότι θα συμβεί, σε ολόκληρη τη Γαλλία, θα εμποδίσει μελλοντικά εκείνες τις ακραίες διακυμάνσεις στην τιμή των σιτηρών οι οποίες σε εποχές αφθονίας οδηγούν στον μαρασμό της γεωργίας εξαιτίας της χαμηλής τιμής του σιτάλευρου, ενώ στα χρόνια της σιτοδείας οι πιο φτωχές τάξεις υποφέρουν αφάνταστα εξαιτίας της ακριβής τιμής του. Αυτό το σύστημα συνίσταται στην ίδρυση σε όλα τα μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα ενός πιστωτικού ιδρύματος, της Τράπεζας της Αρτοποιίας (Caisse de la Boulangerie), η οποία στα χρόνια της έλλειψης θα προσφέρει το ψωμί σε τιμή κατά πολύ χαμηλότερη από την επίσημη προσφορά της αγοράς, με την προϋπόθεση ότι στα χρόνια της αφθονίας η τιμή του ψωμιού θα κυμαίνεται λίγο πιο πάνω. Καθώς οι καλές σοδειές γενικά είναι περισσότερες από τις κακές, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι εύκολα θα επιτευχθεί η μεταξύ τους εξισορρόπηση. Επιπλέον το τεράστιο πλεονέκτημα θα επιτευχθεί βρίσκοντας πιστωτικούς οργανισμούς οι οποίοι, αντί να κερδίζουν από μια αύξηση στην τιμή του ψωμιού, θα ενδιαφέρονται, όπως όλοι, για τη χαμηλή τιμή του, καθώς, αντίθετα με ό, τι συνέβαινε μέχρι σήμερα, αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα θα κερδίζουν χρήματα σε εποχές μεγάλης παραγωγής και θα χάνουν χρήματα σε εποχές σιτοδείας[2].

Η αρχή που διατυπώνεται εδώ είναι ότι το ψωμί θα πωλείται «κατά πολύ» πιο κάτω από την τιμή της αγοράς στις κακές εποχές, και μόνο «λίγο» πιο πάνω από την ίδια τιμή στις καλές – και η αποζημίωση γι’ αυτή τη διαφορά θα προκύπτει από την ελπίδα ότι οι καλές χρονιές θα είναι πολύ περισσότερες από τις κακές. Με το αυτοκρατορικό διάταγμα του Δεκέμβρη του 1853, με βάση το οποίο ιδρύθηκε στο Παρίσι η Τράπεζα της Αρτοποιίας, η ανώτατη τιμή για το καρβέλι των τεσσάρων λιβρών [περίπου 1.800 γραμμ.] ορίστηκε στα 40 σαντίμ, ενώ οι αρτοποιοί έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από την Τράπεζα αποζημίωση για τη ζημία τους. Συνακόλουθα η Τράπεζα αύξησε τα χρηματικά της διαθέσιμα με την έκδοση ομολόγων εγγυημένων από τον δήμο, ο οποίος με τη σειρά του αύξησε τα κεφάλαιά του συνάπτοντας νέα δάνεια και αυξάνοντας τα τέλη επί των καταναλωτικών προϊόντων στις πύλες του Παρισιού. Επιπλέον η κυβέρνηση συνεισέφερε άμεσα με ένα ορισμένο ποσό απόδημόσιο θησαυροφυλάκιο. Στα τέλη του 1854 το χρέος που όφειλε ο δήμος του Παρισιού μαζί με την κρατική επιδότηση είχε ήδη φτάσει τα 80 εκατομμύρια φράγκα. Τότε η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναθεωρήσει την πορεία της και στη συνέχεια να αυξήσει την κατώτατη τιμή του ψωμιού στα 45 και κατόπιν στα 50 σαντίμ. Έτσι ο λαός του Παρισιού έπρεπε εν μέρει να πληρώνει με τη μορφή των αυξημένων διαπύλιων τελών ό,τι εξοικονομούσε από την τιμή του ψωμιού, ενώ η υπόλοιπη Γαλλία έπρεπε να πληρώνει έναν γενικό φόρο υπέρ των φτωχών για τη μητρόπολη με τη μορφή της άμεσης κυβερνητικής επιδότησης που είχε χορηγηθεί στον δήμο του Παρισιού. Ωστόσο το πείραμα αποδείχθηκε παταγώδης αποτυχία. Τις κακές εποχές, από το 1855 έως το 1857, η τιμή του ψωμιού στο Παρίσι ξεπέρασε την επίσημη ανώτατη τιμή, και έπεσε κάτω από αυτήν στα έτη της πλούσιας σοδειάς του 1857 και του 1858.

Απτόητος από την αποτυχία του πειράματός του σε μια σχετικά μικρή κλίμακα, ο Λουδοβίκος Ναπολέων ανέλαβε τώρα να οργανώσει, με δικό του φιρμάνι, το εμπόριο του ψωμιού και το σιτεμπόριο σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας του. Πριν μερικές εβδομάδες μια από τις δικές του παρισινές εφημερίδες ανέλαβε να πείσει την κοινή γνώμη ότι τα «αποθέματα σιτηρών» ήταν μια αναγκαιότητα για όλες τις σημαντικές πόλεις. Το επιχείρημά της ήταν ότι, στα χειρότερα χρόνια της σιτοδείας, το μέγιστο έλλειμμα σε σιτηρά ισοδυναμούσε με την κατανάλωση 28 ημερών όλου του πληθυσμού και ότι ο μέσος αριθμός των διαδοχικών κακών ετών ήταν το τρία. Με βάση αυτή την υπόθεση, υπολογίστηκε ότι «ένα αποτελεσματικό απόθεμα τριών μηνών είναι ό,τι μπορεί να εξασφαλίσει η ανθρώπινη προνοητικότητα». Αν αυτό εφαρμοστεί μόνο σε πόλεις με πληθυσμό τουλάχιστον 10.000 κατοίκων, και ο πληθυσμός αυτών των πόλεων (εξαιρώντας το Παρίσι) ανέρχεται στα 3.776.000 άτομα, με κάθε άτομο να καταναλώνει κατά μέσο όρο 45 κιλά αλεύρι σίτου μέσα σε τρεις μήνες, και με την τρέχουσα τιμή του σιτάλευρου περίπου στα 14 φράγκα το εκατόλιτρο, τότε ένα τέτοιο απόθεμα, σύμφωνα με αυτή τη λογική, θα έχει κόστος 31.000.000 έως 32.000.000 φράγκα!

Στις 18 Νοεμβρίου δημοσιεύτηκε στη Moniteur ένα διάταγμα που περιλάβαινε τους ακόλουθους όρους:

Άρθρο 1. Σε όλες τις πόλεις όπου το εμπόριο του άρτου ρυθμίζεται από διατάγματα και οδηγίες, τα αποθέματα των αρτοποιών πρέπει να ισούνται με εκείνη την ποσότητα σιταριού ή αλεύρων που είναι απαραίτητη για την καθημερινή παραγωγή κάθε αρτοποιείου επί τρίμηνο.

Άρθρο 2. Έναν μήνα μετά απ’ αυτή την ημερομηνία οι κατά τόπους νομάρχες, αφού θα έχουν συμβουλευτεί τους δήμους, θα αποφασίζουν αν τα αποθέματα θα είναι σε καρπούς ή σε άλευρα και θα ορίσουν την περίοδο κατά την οποία θα τα προμηθευτούν. Επίσης ένα τμήμα αυτών των αποθεμάτων θα μπορεί να φυλάσσεται σε κρατικές αποθήκες.

Στο διάταγμα αυτό επισυνάπτεται ένας κατάλογος των πόλεων «όπου το εμπόριο του άρτου ρυθμίζεται από διατάγματα» και οι οποίες κατά συνέπεια πρέπει να συγκεντρώσουν αποθέματα. Ο κατάλογος περιλαμβάνει όλες τις σημαντικές κωμοπόλεις και πόλεις της Γαλλίας, με εξαίρεση το Παρίσι και τη Λυόν, όπου ήδη υπάρχουν αποθέματα, και επομένως αυτές δεν εμπίπτουν στο διάταγμα. Συνολικά πρόκειται για 161 πόλεις και κωμοπόλεις, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται η Μασσαλία, το Σεν Κεντέν, το Μουλέν, η Καέν, η Ανγκουλέμ, η Ντιζόν, η Μπουρζ, η Μπεζανσόν, το Εβρέ, η Σαρτρ, η Βρέστη, η Νίμ, η Τουλούζη, το Μπορντό, το Μονπελιέ, η Ρεν, η Τουρ, η Γκρενόμπλ, το Σεντ Ετιέν, η Νάντη, η Ορλεάνη, η Ανζέρ, η Ρενς, το Σαλόν, το Μετς, η Λιλ, το Ντουέ, η Βαλενσιέν, το Μποβέ, το Αράς, το Σεντ Ομέρ, το Καλέ, η Μπουλόνσιρ Μερ, το Στρασβούργο, η Μιλούζ, η Ρουέν, η Χάβρη, το Μακόν, το Λε Μαν, η Αμιένη, η Αμπβίλ και η Τουλόν. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, ο πληθυσμός αυτών των 161 πόλεων και κωμοπόλεων υπολογίζεται σήμερα γύρω στα 8.000.000 κατοίκους! Αυτό σημαίνει 5.500.000 εκατόλιτρα, και άρα το κόστος των αποθεμάτων κυμαίνεται μεταξύ 70.000.000 και 80.000.000 φράγκων. Στην εγκύκλιο με την οποία το υπουργείο Γεωργίας και Εμπορίου μεταφέρει το διάταγμα στους κατά τόπους νομάρχες, τους λέει ότι, αν και «δεν πρέπει να εμποδίζουν τους αρτοποιούς να επιταχύνουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει το διάταγμα», ταυτόχρονα πρέπει να «εντάσσουν σε λογικά όρια την περίοδο κατά την οποία πρέπει να το κάνουν». Επομένως το υπουργείο αφήνει τους νομάρχες να αποφασίσουν, με τοπικά κριτήρια, αν τα αποθέματα θα είναι σε καρπό ή άλευρα. Στη συνέχεια τους λέει ότι το παρόν μέτρο, όσο ευρύ και αν είναι, μπορεί ενδεχομένως να παραταθεί.

Η κυβέρνηση δεν υπερβάλλει, κύριε Νομάρχα, ως προς τη σημασία του μέτρου που περιέγραψα. Έχει επίγνωση ότι το μέτρο αφορά μόνο ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού, και ως εκ τούτου έχει μελετηθεί η πιθανότητα να επεκταθούν τα μέσα εφαρμογής του. Οι κάτοικοι των μικρών κοινοτήτων και των χωριών παρασκευάζουν οι ίδιοι το ψωμί τους και παίρνουν από τη δική τους συγκομιδή την ποσότητα του σιτάλευρου που θα χρειαστεί η οικογένειά τους στη διάρκεια ενός έτους. Στην περίπτωση αυτήν η παρέμβαση της κυβέρνησης θα ήταν άχρηστη και ανέφικτη. Όμως σε έναν ορισμένο αριθμό κωμοπόλεων και πόλεων σε διαμερίσματα και σε καντόνια, ακόμα και σε μεγάλα χωριά, οι αρτοποιοί παράγουν ένα μεγάλο μέρος του ψωμιού που καταναλώνεται, χωρίς όμως να υπόκεινται σε καμία ρύθμιση και χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να κρατήσουν αποθέματα. Είναι δυνατόν να μην εντάξουμε τους αρτοποιούς αυτών των περιοχών στο ίδιο καθεστώς και να μην τους επιβάλουμε τον ίδιο ευεργετικό νόμο της προνοητικότητας; Η κυβέρνηση κλίνει προς την άποψη ότι στις σχετικές οδηγίες της δεν θα υπάρξουν σοβαρές αντιρρήσεις.

Ωστόσο, προτού η ισχύς του πιο πάνω διατάγματος επεκταθεί στην υπόλοιπη Γαλλία με εξαίρεση τα μικρά χωριά, ο υπουργός ζητά από τους νομάρχες να συμβουλευτούν τις δημοτικές αρχές των πόλεων που δεν υπόκεινται στους όρους του κατάγματος. Στη συνέχεια λέει στους νομάρχες πώς θα γίνει η αποθήκευση αποθεμάτων:

Οι αρτοποιοί πρέπει να αξιοποιήσουν στον μέγιστο βαθμό τους διαθέσιμους [βοηθητικούς] χώρους στα καταστήματά τους, καθώς έτσι θα διευκολύνεται η επιθεώρησή τους. Πρέπει όμως και να ζητήσετε από τους δήμους να οργανώσουν και να θέσουν στη διάθεση των αρτοποιών τις κρατικές αποθήκες που προορίζονται –έναντι ενός ενοικίου που θα ρυθμιστεί με ένα ειδικό τέλος– για τη φύλαξη των αποθεμάτων τα οποία οι αρτοποιοί δεν μπορούν να παραλάβουν στο κατάστημά τους. Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία ότι η αγαστή συνεργασία των δημοτικών αρχών θα διευκολύνει αυτές τις διαδικασίες.

Και τώρα ο υπουργός φτάνει στο καίριο σημείο – στο πώς θα βρεθούν τα χρήματα για την υλοποίηση του διατάγματος:

Όσον αφορά τη συγκέντρωση του απαραίτητου κεφαλαίου, είμαι πεπεισμένος ότι οι αρτοποιοί θα καταβάλουν τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια ώστε να εξασφαλιστούν τα απαραίτητα ποσά. Αυτή η χρήση του κεφαλαίου παρουσιάζει τόσο μεγάλα εμπορικά πλεονεκτήματα και υπόσχεται την απόκτηση τόσο μεγάλου νόμιμου κέρδους, που οι αρτοποιοί δεν θα δυσκολευτούν να εξασφαλίσουν πίστωση, ιδίως σε μια στιγμή που το επιτόκιο είναι τόσο χαμηλό. Μήπως επενδύουμε πάρα πολλά στην καλή θέληση των καπιταλιστών κάθε κοινότητας, ώστε να ελπίζουμε στη συνεργασία τους προς χάρη των αρτοποιών; Μήπως δεν θα διαπιστώσουν ότι τα αποθέματα αποτελούν μια ασφαλή εγγύηση για τη χορηγούμενη πίστωση – μάλιστα μια εγγύηση που η αξία της προορίζεται να αυξηθεί παρά να μειωθεί; Θα ήμουν ευτυχής αν οι προσπάθειες που θα καταβάλετε προς αυτή την κατεύθυνση στεφθούν από επιτυχία. Αναρωτιέμαι αν οι δήμοι δεν θα μπορούσαν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ταμείου των Παρισίων, να δημιουργήσουν αποθέματα και να τα χρησιμοποιήσουν ως προκαταβολή στους αρτοποιούς. Προκειμένου αυτές οι προκαταβολές να ενθαρρυνθούν και να διευκολυνθούν, καθώς και για να πολλαπλασιαστούν μέσω της κυκλοφορίας, οι σιταποθήκες που προορίζονται για την παραλαβή των αποθεμάτων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τελωνειακές αποθήκες (magasins généraux) και [ως εκ τούτου] να εκδίδουν βεβαιώσεις πληρωμής που ασφαλώς θα γίνονται ευχαρίστως δεκτές από τα χρηματοπιστωτικά μας ιδρύματα, και ιδίως από την Τράπεζα της Γαλλίας.

Ο υπουργός κλείνει την εγκύκλιό του ζητώντας από τους νομάρχες να τον ενημερώσουν εντός είκοσι ημερών για το τι προτείνουν σχετικά με την εφαρμογή του δεύτερου άρθρου του διατάγματος, και εντός ενός μηνός να αναφέρουν τις προτάσεις των δημοτικών αρχών των πόλεων και των χωριών που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο.

Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε πρόθεση να ασχοληθούμε με το ζήτημα των δημόσιων σιταποθηκών, αλλά η τεράστια σημασία αυτού του οικονομικού πραξικοπήματος δεν χρειάζεται εκτεταμένο σχολιασμό. Όλοι γνωρίζουν ότι η σημερινή τιμή του ψωμιού στη Γαλλία είναι ολέθρια χαμηλή, και γι’ αυτό τον λόγο οι αγρότες δείχνουν σημάδια δυσαρέσκειας. Με την τεχνητή ζήτηση που θα δημιουργηθεί μέσω των τρίμηνων αποθεμάτων, ο Ναπολέων επιδιώκει την τεχνητή αύξηση των τιμών, και έτσι να προλάβει τις διαμαρτυρίες στην αγροτική Γαλλία. Από την άλλη μεριά ο ίδιος ποζάρει σαν ένα είδος σοσιαλιστικής πρόνοιας για τους προλετάριους των πόλεων, αν και με έναν μάλλον άτσαλο τρόπο, μια που η πρώτη αισθητή επίπτωση του διατάγματός του θα είναι να τους εξαναγκάσει να πληρώνουν το καρβέλι τους ακριβότερα από πριν. Ο «σωτήρας της ιδιοκτησίας» δείχνει στους αστούς ότι δεν απαιτείται καν η επίσημη παρέμβαση των γελοίων Νομοθετικών Σωμάτων του, ότι ένα απλό προσωπικό του φιρμάνι είναι το μόνο που χρειάζεται για να κάνει ο ίδιος ό,τι θέλει με το πορτοφόλι τους, να καταξοδευτεί η δημοτική περιουσία, να παρεμποδιστεί η λειτουργία του εμπορίου και να υποταχθούν οι χρηματικές συναλλαγές τους στα ιδιωτικά του σχέδια. Τέλος, πρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα από καθαρά βοναπαρτική σκοπιά. Σε όλη τη Γαλλία θα χρειαστεί να ανεγερθούν τεράστια κτίρια για τις σιταποθήκες, οπότε ανοίγεται ένα νέο λαμπρό πεδίο για μπίζνες και πλιάτσικο. Επίσης πραγματοποιείται μια απροσδόκητη στροφή στο εμπόριο ειδών αρτοποιίας. Τι κέρδη έχουν να τσεπώσουν η Crédit Mobilier και οι άλλοι τζογαδόροι σύντροφοι της Αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας! Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ως προς την αύξηση της τιμής του ψωμιού ο Αυτοκρατορικός Σοσιαλιστής θα τα καταφέρει καλύτερα απ’ ό,τι τα έχει καταφέρει στις μέχρι τώρα προσπάθειές του για τη μείωσή της.

[1]Εννοεί τον Δεύτερο Κριμαϊκό Πόλεμο.

[2]Μια ανάλογη πρόταση διατύπωσε το 1938 ο Άγγλος οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς για τον έλεγχο των τιμών των εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, πρότεινε τη δημιουργία ενός διεθνούς αποθεματικού εμπορευμάτων που θα απέτρεπε τις ακραίες διακυμάνσεις των τιμών. Το υπόλοιπο άρθρο του Μαρξ είναι μια καλή παρουσίαση του τι συμβαίνει όταν τέτοιες λογικές προτάσεις εφαρμόζονται στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου