Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Θωμά Κουγιαγκά: Μαρτυρία για την επίθεση στη συγκέντρωση της 3/12/1944 και τα Δεκεμβριανά

Ο Θωμάς Κουγιαγκάς ήταν επικεφαλής της ομάδας περιφρούρησης του μπλοκ της Καλλιθέας, το οποίο δέχτηκε τα βασικά πυρά από τους ξενόδουλους του Έβερτ. Ακολούθως, ως επιτελής του 2ου Τάγματος του 1ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, συμμετείχε σε διάφορες μάχες στην Αθήνα εναντίον των Άγγλων και των υποτακτικών τους.

***

Ο Σκόμπυ πίστεψε ότι, επειδή αναγνωρίστηκε σαν αρχηγός, με μία διαταγή που θα έδινε στον αρχηγό του ΕΛΑΣ στρατηγό Στέφανο Σαράφη ο ΕΛΑΣ θα αφοπλιζόταν και έτσι η υποδούλωση της Ελλάδας θα ήταν πραγματικότητα. Οι πανούργοι Άγγλοι έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους. Ο αρχηγός του ΕΛΑΣ και σύσσωμη η ηγεσία του κινήματος αρνήθηκαν και δεν αναγνώρισαν το δικαίωμα στον Σκόμπυ να διατάξει τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και κάλεσαν τον αθηναϊκό λαό σε συλλαλητήριο για τις 3 του Δεκέμβρη, ημέρα Κυριακή. Όλη την προηγούμενη μέρα οι κομματικές οργανώσεις των συνοικιών, με καθοδήγηση της Αχτίδας, καλούσαν το λαό να πάρει μέρος στη διαδήλωση.

Οι άνδρες του ΕΛΑΣ δεν θα έπαιρναν μέρος αλλά θα περιορίζονταν στους στρατώνες, γιατί η διαδήλωση ήταν καθαρά λαϊκή και ειρηνική. Όμως με παίρνει τηλέφωνο ο Τάσος, ο 2ος γραμματέας της Αχτίδας, και μου λέει: «Έλα στα γραφεία, θέλω κάτι να σου πω». Έτρεξα αμέσως στα γραφεία. Ο Τάσος με περίμενε. «Τι συμβαίνει, σύντροφε Τάσο;» τον ρωτάω. «Σύντροφε Θωμά», μου λέει, «όπως θα ξέρεις, πάντα στις διαδηλώσεις βάζουμε έναν αριθμό συντρόφων μπροστά στην κεφαλή της διαδήλωσης για περιφρούρηση. Οι σύντροφοι αυτοί φροντίζουν να περιφρουρούν τις διαδηλώσεις κυρίως από προβοκάτορες. Η Αχτίδα διάλεξε εσένα να είσαι επικεφαλής της ομάδας αυτής. Σε συνεργασία με το γραμματέα της ΚΟΒας, είχε αναλάβει ήδη ο σύντροφος Μένιος Μανουράς, θα διαλέξετε 10-15 ψυχωμένα παλικάρια και μιλήστε τους για την αποστολή αυτή. Εξυπακούεται ότι θα είστε ντυμένοι με πολιτικά». Ίσως να θεώρησε ότι ήταν φυσικό να πάμε άοπλοι και ότι την περιφρούρηση θα την κάναμε με τις δυνάμεις των χεριών μας, άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να είμαστε οπλισμένοι γιατί ο ατομικός οπλισμός ήταν μεγάλα όπλα, όπως μάνλιχερ κλπ., δηλαδή μακρύκανα. Εγώ όμως θεώρησα φυσικό να έχω μαζί μου το πιστόλι μου, το οποίο δεν αποχωριζόμουν ποτέ, είτε με πολιτικά ήμουν είτε με στρατιωτικά. Σ’ αυτή τη μεγαλειώδη διαδήλωση των συνοικιών της Καλλιθέας το πιστόλι μου ήταν ο μόνος οπλισμός.

Ξημέρωσε η Κυριακή 3 Δεκέμβρη και ο λαός της Καλλιθέας στο πόδι για τη διαδήλωση. Εγώ και η ομάδα περιφρούρησης μπήκαμε επικεφαλής της πορείας. Το γενικό πρόσταγμα το είχε ο 2ος γραμματέας τη 5ης Αχτίδας, ο σύντροφος Τάσος Χαλκιαδάκης. Προχωρήσαμε προς την Αθήνα. Στη στροφή Καλλιθέας και Νέας Σμύρνης στη Λ. Συγγρού είχαν ήδη φτάσει οι διαδηλωτές της Ν. Σμύρνης. Εκεί έγινε κάποια συζήτηση ανάμεσα στους υπεύθυνους των δύο συνοικιών, παρουσία του Τάσου και της Κατσαρίδας (σ.parapoda: Ελένη Μανουσάκη, σύζυγος του Χαλκιαδάκη), δεν ξέρω τι συζήτησαν, γιατί απασχολήθηκα με τους συντρόφους μου της περιφρούρησης. Τελικά ακούω τον Τάσο να μου λέει: «Θωμά. προχώρα». Έτσι και έγινε. Προχώρησα και πίσω μου προχώρησε η διαδήλωση της Καλλιθέας και μετά ακολούθησε η διαδήλωση της Ν. Σμύρνης. Δεν ξέρω αν και το τάγμα της Ν. Σμύρνης είχε επικεφαλής ομάδα περιφρούρησης. Είχα και έχω ακόμα την εντύπωση ότι η μόνη περιφρούρηση όλων των συνοικιών της 5ης Αχτίδας ήμασταν εμείς της Καλλιθέας. Ίσως γι’ αυτό και προπορευτήκαμε στη διαδήλωση. Προχωρήσαμε τη Λεωφόρο Συγγρού, μπροστά εγώ, ένα μέτρο πίσω παρατεταγμένοι σε δύο σειρές οι άντρες του ΕΛΑΣ με πολιτικά και άοπλοι και 3-4 μέτρα το πλήθος του λαού με τα λάβαρα και τα πλακάτ, φωνάζοντας συνθήματα. όπως «Κάτω τα χέρια από τον ΕΛΑΣ», «Στρατός Εθνικός», «Λαοκρατία και όχι Βασιλιά», «Παπανδρέου παπατζή εμπατίρισες και συ» κλπ..

Προχωρήσαμε στην Αμαλίας χωρίς κανένα επεισόδιο που να χρειάζεται να επέμβουμε. Ο λαός προχωρούσε πειθαρχημένα και ειρηνικά. Όταν όμως μπήκαμε στην Πανεπιστημίου και προχωρήσαμε μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη βλέπω απέναντι στη γωνία Πανεπιστημίου και Βασ. Σοφίας παρατεταγμένοι ένα πλήθος βαθμούχοι αστυνομικοί, οι περισσότεροι Αστυνόμοι Α’ και Β’ και στο μέσον ένας που έμοιαζε να ήταν ο αρχηγός τους, αργότερα έμαθα ότι ήταν ο Άγγελος Έβερτ, αστυνομικός διευθυντής Αθηνών. Ήταν παρατεταγμένοι ακριβώς μπροστά από το κτίριο που τότε και μέχρι πρότινος ήταν του υφυπουργείου Ασφαλείας.

Μόλις πλησίασα στα 20 μέτρα ακούω να φωνάζει ο επικεφαλής «ΑΛΤ, ΑΛΤ, γιατί πυροβολώ». Εγώ όμως δεν άκουσα και ούτε ήμουν διατεθειμένος να υπακούσω, αν δεν έπαιρνα εντολή από τον Τάσο, Προχωρώ εγώ και κοντά μου απτόητοι οι Ελασίτες και από κοντά τους απτόητο και το πλήθος δεν προχώρησα παραπάνω από 5 μέτρα και ακούω τον Έβερτ να φωνάζει: ΠΥΡ. Είχα φτάσει ήδη σε απόσταση λιγότερη από 10 μέτρα, είχα την εντύπωση ότι αν άπλωνε το χέρι θα με έπιανε, αυθόρμητα ασυναίσθητα έκανα μία κίνηση να βγάλω το πιστόλι και να πυροβολήσω. Δεν πρόλαβα όμως να κάνω την κίνηση και βλέπω τον Τάσο σαν αίλουρος να πετάγεται και να πέφτει πάνω μου και να με καπακώνει φωνάζοντας: «Τι πας να κάνεις, Θωμά; Πέσε κάτω και κάνε σήμα να πέσουν όλοι κάτω». Ξάπλωσα κάτω και άρχισα να φωνάζω: «Ξαπλώστε όλοι κάτω». Ήδη ο Έβερτ επανέλαβε τρεις φορές τη λέξη πυρ και στην τρίτη ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί. Οι περισσότεροι διαδηλωτές είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά μου και ξάπλωσαν, έβλεπες μία μακρινή ανθρώπινη ψάθα να κείτεται στην οδό Πανεπιστημίου. Όσοι δεν πρόλαβαν να ξαπλώσουν ή έπεσαν νεκροί ή τραυματίστηκαν. Διαδόθηκε αμέσως ότι είχαμε 24 με 28 νεκρούς και κάμποσους τραυματίες. Μόλις συνήλθα από την πρώτη έκπληξη, άρχισα όπως ήμουν ξαπλωμένος να κατρακυλίζω προς την πλατεία Συντάγματος. Κατρακυλίζοντας πέρασα την οδό Πανεπιστημίου και έπεσα στα σκαλάκια μπροστά από τη Μεγάλη Βρετανία. Εκεί, μόλις είδα ότι καλυπτόμουν από τα πυρά του Έβερτ, σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να φωνάζω: «Όλοι στην πλατεία Συντάγματος, όλοι στην πλατεία». Πραγματικά σε λίγο γέμισε η πλατεία Συντάγματος. (σ.parapoda:Στο βιβλίο του Ορέστη Μακρή «Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας», επιβεβαιώνεται ότι οι μπουραντάδες του Έβερτ χτύπησαν τη φάλαγγα του λαού της Καλλιθέας-Ν.Σμύρνης).

Το πλήθος των διαδηλωτών στο Σύνταγμα ανακάτωνε τις κατάρες για τους δολοφόνους και τα συνθήματα του αγώνα. Ο λαός απευθυνόμενος στους άντρες των Σωμάτων Ασφαλείας, στους αστυνομικούς, τους καλούσε να αρνηθούν να χτυπήσουν τα αδέλφια τους και να προσχωρήσουν στη διαδήλωση. Πραγματικά μερικοί άκουσαν τις εκκλήσεις των διαδηλωτών και παρέδωσαν τον οπλισμό τους και προσχώρησαν. Έναν από αυτούς είδα να τον φέρνουν σηκωτό με ζητωκραυγές και επευφημίες οι διαδηλωτές και τον προώθησαν προς την οδό Φιλελλήνων. Είχα χάσει και τον Τάσο και τους συναγωνιστές μου. Δεν είχα καμιά επαφή για να παίρνω κατευθύνσεις. Προσπαθούσα να συντονίσω τις κινήσεις μου και τις πρωτοβουλίες, με τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις του πλήθους, που μέσα του υπήρχαν στελέχη του κόμματος. Ύστερα από λίγο δίνεται το σύνθημα να ξανακάνουμε γιούργια (επίθεση) για να σπάσουμε τον αστυνομικό κλοιό και να προχωρήσουμε την ειρηνική μας διαδήλωση. Κάναμε την πρώτη προσπάθεια, αλλά τα πυκνά πυρά του Έβερτ και ορισμένων άλλων, κυρίως από τα παράθυρα της Μεγάλης Βρετανίας, μας ανάγκασαν να υποχωρήσουμε. Αυτό επαναλήφθηκε 2 ή 3 φορές. Στο τέλος όμως τα καταφέραμε να σπάσουμε τον κλοιό.

Σπάζοντας τον κλοιό η λαοθάλασσα σάρωνε κάθε αντίσταση του εχθρού, οι αστυνομικοί και οι πάσης φύσεως εχθροί μας κρύφτηκαν σαν τα καβούρια. Σε όλους τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας αντηχούσαν τα συνθήματα και οι ζητωκραυγές ενός λαού αγανακτισμένου, γιατί του αφαιρούσαν το δικαίωμα για λευτεριά και εθνική ανεξαρτησία. Είχε περάσει το απόγευμα και σουρούπωνε, όταν άρχισε το πλήθος των διαδηλωτών να διαλύεται. Εγώ με μια μικρή ομάδα διαδηλωτών πήραμε τον κατήφορο για την Καλλιθέα. Όταν έφτασα στο Τάγμα δεν βρήκα παρά μόνο το φρουρό, ο οποίος μου είπε ότι ο κύριος όγκος του Τάγματος, με επικεφαλής τον Μήτια, κατευθύνθηκε προς το Θησείο για να διαλύσει τους χίτες του Γρίβα και το υπόλοιπο μέρος πολιορκεί μαζί με το λαό της Καλλιθέας, με επικεφαλής την Κατσαρίδα, το αστυνομικό τμήμα της Καλλιθέας, όπου ταμπουρωμένοι ο αστυνομικός διευθυντής και οι άντρες του τμήματος, υπαστυνόμοι, υπαρχιφύλακες και αστυφύλακες, αντιστέκονταν και αρνούνταν να παραδοθούν (σ.parapoda: Στο βιβλίο του Σπύρου Κωτσάκη, καπετάνιου του Α’ Σ.Σ. του ΕΛΑΣ, «Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα», επιβεβαιώνεται ότι η άμεσης επίδοσης διαταγή για αφοπλισμό όλων των τμημάτων εκδόθηκε στις 14:30, με έναρξη όμως εφαρμογής το ξημέρωμα της επομένης, κάτι που έδωσε χρόνο στον αντίπαλο).

Μόλις έφτασα ανέλαβα την διοίκηση του αποσπάσματος του ΕΛΑΣ. Με λίγα λόγια κατατοπίστηκα από την Κατσαρίδα. Κατάλαβα ότι η πολιτική ηγεσία θα προτιμούσε το τμήμα να παραδοθεί χωρίς αιματοχυσία. Η πολιορκία κράτησε τρεις ημέρες και σε όλες αυτές τις ημέρες ο λαός της Καλλιθέας καλούσε το διοικητή και τους άντρες του τμήματος να παραδοθούν. Στις εκκλήσεις του λαού προστέθηκε και η φωνή της κόρης του διοικητή, η οποία με χωνί φώναζε: «Μπαμπά, σε παρακαλώ παραδώσου, Μπαμπά, είμαι η… (έλεγε το όνομά της), η κόρη σου, σε παρακαλώ πρέπει να παραδοθείς». Παρ’ όλες τις εκκλήσεις του λαού της Καλλιθέας και της κόρης του, ο διοικητής του τμήματος δεν παραδινόταν.

Είχαμε αποφασίσει να επέμβουμε δυναμικά. Έδωσα εντολή να καταληφθεί το τμήμα με τα όπλα. Είχαν αρχίσει οι πυροβολισμοί και οι δυνάμεις προχωρούσαν να το καταλάβουν, ενώ οι δυνάμεις του τμήματος άρχισαν να κάμπτονται. Αυτή ακριβώς τη στιγμή καταφτάνουν στον τόπο της μάχης με καμιόνια Άγγλοι αξιωματικοί και στρατιώτες και απαίτησαν να παραλάβουν τους πολιορκημένους άντρες του τμήματος. Αντέδρασα, όπως αντέδρασε όλος ο καλλιθεάτικος λαός όταν του το ανάγγειλα με τον τηλεβόα. Τους είπα ότι δεν τους παραδίνουμε και αν θέλουν ας έρθουν να τους πάρουν. Είχα πάρει την απόφαση να χτυπηθούμε με τους Εγγλέζους, άλλωστε για μένα οι πραγματικοί εχθροί ήταν αυτοί. Μπροστά στη σθεναρή στάση μας έφυγαν αλλά σε λίγο γύρισαν πιο δριμύτεροι, φέρνοντας διαταγή, την οποία παρέλαβε η πολιτική ηγεσία, αν θυμάμαι καλά την παρέλαβε η ίδια η Κατσαρίδα. Εγώ αυτή τη διαταγή δεν τη διάβασα, απλώς η Κατσαρίδα μου έδωσε εντολή να σταματήσω την πολιορκία και να αφήσω να παραλάβουν οι Εγγλέζοι τους πολιορκημένους. Διαμαρτυρήθηκα, χτυπήθηκα, αλλά τελικά πειθάρχησα.

Εντωμεταξύ επέστρεψε και ο κύριος όγκος του τάγματος, με επικεφαλής τον καπετάνιο του τάγματος Μήτια (Δημήτρη Σαλονικίδη). Από τη στιγμή που ήρθε ο Μήτιας τέθηκα κάτω από τις διαταγές του. Το ίδιο βράδυ ο Μήτιας μας μάζεψε όλους, το επιτελείο, το 2ο καπετάνιο, τον 3ο καπετάνιο, εμένα κ.ά. σε ένα σπίτι στα παλιά σφαγεία. Επρόκειτο την άλλη μέρα ν’ αναλάβουμε επίθεση εναντίον του Μακρυγιάννη. Περάσαμε τη νύχτα σ’ ένα φιλικό σπίτι του Μήτια. Από την οικειότητα που είχε με την κοπέλα του σπιτιού μου έδωσε την εντύπωση ότι το σπίτι ήταν της αρραβωνιαστικιάς του.

Χωρίς να μου αφαιρέσει τον τίτλο του επιτελή του Τάγματος, ο Μήτιας μου έδωσε εντολή ν’ αναλάβω τη διοίκηση μαζί με τον Σάββα Νικολαΐδη, 3ο καπετάνιο του Τάγματος, μιας διλοχίας. Ο ίδιος ανέλαβε τα υπόλοιπα τμήματα. Τα δυο τμήματα κατευθυνθήκαμε προς το σύνταγμα χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Για να φτάσουμε εκεί έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε τις φωλιές αντίστασης και να εξουδετερώσουμε δύο αγγλικά τανκς που περιπολούσαν στην περιοχή.

Ο λόχος, ο δικός μου και του Σάββα, μπαίνοντας από σπίτι σε σπίτι και τρυπώνοντας στις μεσοτοιχίες, εξουδετέρωσε τα τανκς με αυτοσχέδιες βόμβες, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μπουκάλια γεμισμένα με βενζίνη, τα οποία πετούσαμε με δύναμη στα τανκς κι έπαιρναν φωτιά. Τα μπουκάλια με τη βενζίνη ήταν επινόηση του ΕΛΑΣ, δεν ξέρω όμως ποιανού ήταν η ιδέα και πώς διαδόθηκε και στη μονάδα μου. Τα τανκς, και τα καμιόνια που τα ακολουθούσαν, είχαν προορισμό όπως κατάλαβα να περιμαζέψουν τους χωροφύλακες και τους αντιδραστικούς που είχαν δημιουργήσει εστίες αντίστασης και να τους μεταφέρουν στη «Μεγάλη Βρετανία». Εξουδετερώνοντας όμως τα τανκς, δέκα χωροφύλακες, που ήταν σε μια φωλιά αντίστασης στην οδό Χατζηχρήστου, αναγκάστηκαν να παραδοθούν και τους αιχμαλωτίσαμε. Τους κρατούσαμε προσωρινά υπό φρούρηση σ ένα σπίτι κοντά στου Μακρυγιάννη, δεν θυμάμαι ακριβώς πού. Αποτάνθηκα τότε στον υπεύθυνο που ήταν ο καπετάνιος του Τάγματος Νέας Σμύρνης, Λευτέρης. Από τη στιγμή που χωρίσαμε με τον Μήτια τέθηκα υπό τις διαταγές του Λευτέρη. Ο Λευτέρης διέταξε να τους προωθήσω προς την ΕΛΒΙΕΛΑ, όπου συγκεντρώναμε όλους τους αιχμαλώτους. Μέχρις ότου να το κάνω, έφτασαν καμιόνια με Άγγλους στρατιώτες και με επικεφαλής έναν αξιωματικό και απαιτούσαν να τους παραδώσω, γιατί καθώς έλεγαν είχαν διαταγή από το στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Δεν τους πίστεψα κι αρνήθηκα να τους παραδώσω. «Ακούστε», τους είπα μέσω του διερμηνέα τους, «έχουμε εμπόλεμο κατάσταση, εμείς και σεις είμαστε πολεμικοί αντίπαλοι. Στη μάχη πιάσαμε αιχμαλώτους, όπως μπορεί κι εσείς να πιάσατε δικούς μας. Αν θέλετε να τους πάρετε, πρέπει να δώσετε μάχη και μόνο με μάχη θα τους πάρετε». Έδωσα αμέσως διαταγή στους μαχητές μου να λάβουν θέση μάχης. Συγχρόνως επανέλαβα την ερώτηση στον Λευτέρη. «Με πιέζουν οι Εγγλέζοι να παραδώσω τους αιχμαλώτους, τι να κάνω;» Πάλι ο Λευτέρης έδωσε αρνητική απάντηση. Οι Εγγλέζοι μπροστά στην απειλή μάχης υποχώρησαν κι έφυγαν, λέγοντάς μου: «Εμείς θα ξανάρθουμε και θα τους πάρουμε, εσύ θα πληρώσεις τη νύφη γιατί δεν πειθάρχησες στους ανώτερους».

Ενώ ετοιμαζόμουν να τους στείλω στην ΕΛΒΙΕΛΑ, κατέφτασε πάλι το καμιόνι με τους Εγγλέζους και σε λίγο καταφτάνει και ο 2ος Γραμματέας της Αχτίδας ο Τάσος, ο οποίος μου είπε: «Σύντροφε, είναι εντολή από πάνω να τους παραδώσεις». Μου έδωσε να καταλάβω ότι ήταν εντολή του κόμματος. Ήξερε πόση ευαισθησία είχα και πόσο πειθαρχημένος ήμουν στο κόμμα.

«Ναι σύντροφε», του είπα, «ξέρεις πόσο πειθαρχικός είμαι στο κόμμα, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν καταλαβαίνω το γιατί… Δεν μας πολεμάνε φανερά οι Εγγλέζοι, δεν μας χτυπάνε με τα τανκς, με τους όλμους, δεν τους μαζεύουν αυτούς για να τους ξαναοπλίσουν και πάλι να τους βάλουν να μας πολεμήσουν; Γιατί, γιατί να τους παραδώσω;» «Σύντροφε Θωμά, δεν είναι ώρα για συζήτηση, παράδωσε τώρα τους αιχμαλώτους». Κι έτσι τους παρέδωσα.

Κι ενώ διαδραματίζονταν αυτά, βρισκόμασταν ήδη μπροστά στο μαντρότοιχο των στρατώνων στη συμβολή της Χατζηχρήστου και Μητσαίων. Κι αφού όπως είπα, είχαμε εξουδετερώσει όλες τις φωλιές αντίστασης στους γύρω δρόμους ήμασταν έτοιμοι για την τελική επίθεση. Ήδη η πολιορκία του Μακρυγιάννη ήταν στενή κι οι πολιορκημένοι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Αυτό δεν έγινε, γιατί δεν τους άφηναν οι Εγγλέζοι, οι οποίοι τους διαβεβαίωναν ότι στην κατάλληλη ώρα θα τους απελευθερώσουν και θα τους πάρουν μαζί, όπως είχαν κάνει και για τόσους άλλους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

Πραγματικά, οι Άγγλοι έβλεπαν ότι τους είχαμε στο απυρόβλητο, και αποθρασύνονταν. Και τούτο ήταν το παράδοξο και το αντιφατικό με την ηγεσία μας, ενώ κύριος εχθρός και αντίπαλός μας ήταν οι Άγγλοι, αυτή μας διέταζε: Τους Άγγλους να μην τους χτυπάτε. Μια ταχτική ακατανόητη που δεν έχει ξαναεφαρμοστεί σ όλη την ιστορία του πολέμου: Να κατατάσσεις σε δύο κατηγορίες τους εχθρούς, σ’ αυτούς που χτυπάνε και τους ανταποδίδεις το χτύπημα και σ’ αυτούς που τους αφήνεις να σου παίρνουν τους αιχμαλώτους από τα χέρια σου, τους αφήνεις να τοποθετούν όλμους στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και να θερίζουν όλη την περιοχή, δημιουργώντας πίσω δεκάδες θύματα, τραυματίες και υλικές καταστροφές και συ συνεχίζεις να διατάζεις τους μαχητές: Προς θεού μη χτυπάτε τους Άγγλους.

Πολύ αργότερα έμαθα ότι δεν τους αφήσαμε να πάνε στην Ακρόπολη να στήσουν τους όλμους αλλά μας εξαπάτησαν και δεν κράτησαν το λόγο τους. Τα δυο στρατηγεία, του ΕΛΑΣ και του Σκόμπυ, είχαν συμφωνήσει, σεβόμενα τα ιερά της Ακρόπολης, να μην εγκαταστήσει κανένας δυνάμεις και από τις δυο μεριές. Ενώ εμείς κρατήσαμε το λόγο μας και δεν καταλάβαμε ούτε εγκαταστήσαμε εκεί δυνάμεις, οι Άγγλοι αποδείχνοντας ότι δεν έχουν ούτε λόγο ούτε μπέσα, την ίδια στιγμή που διαβεβαίωναν ότι θα σεβαστούν τον ιερό χώρο, την ίδια ώρα εγκαθιστούσαν δυνάμεις με βαρύ εξοπλισμό, και μας χτυπούσαν ανενόχλητοι. Γιατί εμείς, παρότι μας χτυπούσαν και μας σκότωναν, δεν στρέψαμε τα όπλα μας προς τα κει, γιατί δεν θέλαμε να γίνουμε αιτία να καταστραφούν τα μνημεία του πολιτισμού μας, είναι μέρος της ιστορίας μας και τα πονάμε. Είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι με ανώτερα και ευγενή αισθήματα. Αντίθετα, οι Άγγλοι έδειξαν όλη τους τη βαρβαρότητα, τη χοντροκοπιά του νεόπλουτου, γιατί την εποχή που οι πρόγονοί μας έχτιζαν τα μνημεία αυτά και τα θαύμαζε η πολιτισμένη ανθρωπότητα, αυτοί ζούσαν σε σπηλιές, ήταν νομάδες.

Μαζί μας πολεμούσαν τμήματα του ΕΛΑΣ του Πειραιά με τον Γιώργη τον Μουστάκη. Βρισκόμασταν στην τελική φάση-έφοδο, όταν ξαφνικά, γύρω στις τρεις μετά το μεσημέρι, βλέπω τους Ελασίτες να φεύγουν ομαδικά και να κατευθύνονται στις ανατολικές συνοικίες, μαζί τους κι αρκετοί δικοί μας της διλοχίας, χωρίς να μπορώ να καταλάβω το γιατί. Επίθεση δεν είχαμε δεχτεί από πουθενά, απεναντίας εμείς ετοιμαζόμασταν για επίθεση. Αλλά και να μας γινόταν επίθεση, τέτοια φυγή δεν την καταλάβαινα. Είχε επικρατήσει τέτοια σύγχυση που σχεδόν εμείς οι αξιωματικοί μέναμε αρχηγοί χωρίς άντρες.

Ενώ τριγυρνούσα στους γύρω δρόμους, προσπαθώντας να περιμαζέψω τους δικούς μου ή οποιουσδήποτε Ελασίτες και να ξανασυγκεντρώσω το λόχο, βρίσκω το 2ο καπετάνιο του Συντάγματος τον Θέμη (Χάντζο Φλώρο) και τον ρωτάω τι έγινε. «Να συναγωνιστή», μου λέει, «μπορεί να χρειαστεί να γίνουμε απλοί μαχητές αντικαθιστώντας το πιστόλι με το μάνλιχερ». Λίγο πειράχτηκα, γιατί πώς είναι δυνατόν, σκέφτηκα, να πιστεύει ο Θέμης ότι θα είχα αντίρρηση. «Καμιά αντίρρηση, συναγωνιστή», απάντησα, «αλλά θεωρώ ότι πρώτο καθήκον ενός ηγέτη είναι η συγκρότηση της μονάδας του». «Εντάξει Θωμά, πολεμάμε και ανασυγκροτούμε…»

Άρχιζα να μαζεύω τους άντρες της διλοχίας, οι οποίοι σιγά-σιγά γύριζαν στη μονάδα τους. Εκεί οι δυνάμεις της διλοχίας, που επικεφαλής ήμουν εγώ, ενώθηκαν με τις δυνάμεις ενός λόχου των Σφαγείων που επικεφαλής ήταν ο Νάσος Κουνενής, λοχαγός του Λόχου. Συγκροτηθήκαμε σε σώμα. Εγώ ανέλαβα τη διοίκηση και βοηθός ο Νάσος. Η πρώτη μας δουλειά ήταν να κάνουμε διάταξη των δυνάμεών μας και να καταλάβουμε θέσεις, έτοιμοι ν’ αναλάβουμε επίθεση ενάντια στους στρατώνες. Σε λίγο καταφτάνει ο Θέμης για να δει την πρόοδο της ανασυγκρότησης και σε ποια κατάσταση από πλευράς ηθικού βρισκόμασταν, με σκοπό να μας δώσει κουράγιο, να μας ανεβάσει το ηθικό. Για να δείξω πως από κάθε πλευρά είμαστε έτοιμοι, λέω στον Νάσο: «Δείξε στο συναγωνιστή καπετάνιο τη διάταξη και τις θέσεις των δυνάμεών μας». Μεμιάς ο Νάσος, ένα ψηλό κι όμορφο παλικάρι, πηδάει όρθιος κι αναφέρει στον Θέμη όλη τη διάταξη και τις θέσεις από όπου βάλλαμε ενάντια στους στρατώνες. Εντωμεταξύ οι Άγγλοι μπήκαν για καλά στη μάχη μ’ όλα τα μέσα, κι αφού απελευθέρωσαν τους πολιορκημένους άρχισαν να επιτίθενται άγρια εναντίον μας με βαρύ οπλισμό. Η πίεση στις μονάδες μας ήταν μεγάλη, αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε στα Νέα Σφαγεία. Εκεί συγκεντρωθήκαμε από ολόκληρο το Σύνταγμα δεν απομείναμε παραπάνω από δυο λόχοι. Η ηγεσία είχε διασκορπιστεί, ούτε Γιάννης, ούτε Θέμης, ούτε Μήτιας, που θα μπορούσαν να είναι οι αρχηγοί, βρέθηκαν εκεί, είχαν πάρει άλλη κατεύθυνση.

Εμφανιστήκαν απ’ ό,τι μπορώ να θυμηθώ, εκεί ένα τάγμα, το ΙΙΙ, νομίζω -ο καπετάνιος είχε τ’ όνομα Παύλος-, ο Γιώργης ο Μουστάκιας και κάποιος άλλος, δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, από ένα άλλο τάγμα, το ΙΙ, σαν επιτελείς. Καθίσαμε να συγκροτήσουμε τη διοίκηση. Ο Παύλος είχε την πρωτοβουλία κι έκανε και τις προτάσεις. Κανόνισε το διοικητή, αν θυμάμαι καλά τον Μουστάκια καπετάνιο, τον άλλο 2ο καπετάνιο. Εγώ έμεινα απέξω. «Τώρα», λέει, «τι θα κάνουμε τον Θωμά;» Αλλά ο Παύλος βρήκε τη λύση. «Ο Θωμάς», είπε, «από όλους έχει μεγαλύτερη κομματική ηλικία, ήταν, προπολεμικά μέλος του ΚΚΕ, γι’ αυτό προτείνω να δημιουργήσουμε θέση κομματικού υπεύθυνου και ν’ αναλάβει ο Θωμάς». Χωρίς ο Παύλος να το καταλάβει με τοποθέτησε αρχηγό του.

Μόλις πήρα το χρίσμα του κομματικού υπεύθυνου του συγκροτήματος, ήμασταν το Β’ Συγκρότημα, άρχισα να ενδιαφέρομαι για τα οργανωτικά προβλήματα, το ρουχισμό κλπ. Αμέσως μετά, η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάρω επαφή με τη γραμματέα της 5ης Αχτίδας, τη συντρόφισσα Κατσαρίδα. Πήγα τη βρήκα, εκείνη τη στιγμή είχε συνεργασία μ ένα ανώτερο στέλεχος, νομίζω πως ήταν ο ίδιος ο γραμματέας της ΚΟΑ. Ζήτησα να της μιλήσω. «Ελεύθερα», μου λέει. Της ανέφερα πως συγκροτήθηκε η διοίκηση του συγκροτήματος, πως μ’ έβγαλαν κομματικό υπεύθυνο κι άρχισα να της αραδιάζω τα προβλήματα και τις ανάγκες μας και μάλιστα με τη μορφή διεκδικήσεων, γιατί προσπαθούσα με επιχειρήματα να πείσω την Αχτίδα να ικανοποιήσει τις ανάγκες. Η Κατσαρίδα το θεώρησε παράξενο ένας κομματικός υπεύθυνος να προβάλλει στο κόμμα του διεκδικήσεις. «Σύντροφε Θωμά», μου λέει, «διεκδικήσεις στο κόμμα;» «Πολύ καλά κάνει», λέει επεμβαίνοντας ο σύντροφος που ήταν μαζί της.

Η ανασυγκρότηση προχωρούσε και το συγκρότημα αμυνόταν σθεναρά. Υποχρεωθήκαμε όμως να προχωρήσουμε παρόλ’ αυτά προς τα Πετράλωνα. Κι ενώ η ανασυγκρότηση προχωρούσε και κανένα πρόβλημα με τη διοίκηση δεν είχα, ένα πρωί με καλεί η συντρόφισσα Κατσαρίδα και μου δίνει εντολή: Προκειμένου το συγκρότημα ν αναλάβει ειδική αποστολή ν’ αντικαταστήσεις τη διοίκηση με άλλη ικανή ν’ αναλάβει την αποστολή, και πρότεινε στρατιωτικό διοικητή το γραμματέα της ΚΟΒ Καλλιθέας Μένιο Μανουρά. Και καπετάνιος ο τομεάρχης γραμματέας του ΕΑΜ Νώντας Γεωργιάδης. Και τελειώνει με τα λόγια: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, μέχρι αύριο πρέπει ν’ αντικατασταθεί η σημερινή διοίκηση».

Προσωπικά δεν είχα κανένα λόγο να προβώ σ’ αυτή την αντικατάσταση, αλλά αφού το πρότεινε η καθοδήγηση της Αχτίδας θα πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος. Το πρόβλημα ήταν πως έπρεπε να χειριστώ το θέμα με λεπτότητα, για να μη δυσαρεστήσω τους συναγωνιστές μου και ιδιαίτερα τον Παύλο,

Το ίδιο βράδυ κάλεσα τη διοίκηση σε σύσκεψη, στην οποία ζήτησα να παρευρεθούν κι οι δύο σύντροφοι Μένιος και Νώντας. Δεν θυμάμαι σήμερα τι επιχειρήματα βρήκα και τους είπα, θυμάμαι μόνο την κατάληξη: «για τους λόγους αυτούς, η κομματική οργάνωση αποφάσισε ν’ αναθέσει τη διοίκηση στους παλαίμαχους αγωνιστές Μένιο και Νώντα και καθήκον όλων μας είναι να τους συμπαρασταθούμε σαν απλοί μαχητές». Πρώτος μίλησε ο Μένιος: «Σύντροφε Θωμά, ξέρεις πόσο πειθαρχώ στο κόμμα, αλλά δεν θα ήθελα να επιβληθώ στη διοίκηση, από τα πάνω, χωρίς τη συγκατάθεση των συντρόφων μου της προηγούμενης διοίκησης». Σηκώθηκε τότε ο Παύλος και είπε με πικρία: «Θωμά, δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι, όταν σε πρότεινα για κομματικό υπεύθυνο, τη δύναμη αυτή θα τη χρησιμοποιούσες για να μας καθαιρέσεις. Πέρα όμως απ’ αυτό, αφού το κόμμα έχει αυτή τη γνώμη, σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή, χρειάζεται να δώσουμε τη σκυτάλη σε πιο άξιους συντρόφους, όπως ο Μένιος και ο Νώντας. Δεν έχω καμιά αντίρρηση και συμφωνώ και θα βοηθήσουμε όλοι».

Μόλις πήρα τη συγκατάθεση κι εγκατέστησα τους νέους διοικητές. έτρεξα στην Αχτίδα κι έκανα αναφορά στην Κατσαρίδα. «Τώρα», μου λέει, «έχουμε ακόμα μια δουλειά, ν’ αποσπάσουμε από τη διοίκηση της Ταξιαρχίας την έγκριση και το διορισμό της νέας διοίκησης».

Με ένα σημείωμα της Αχτίδας, μέσα στη νύχτα, βρήκα το σταθμό της διοίκησης και πήρα αυτή την έγκριση. Τότε δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί η κομματική καθοδήγηση, συγκεκριμένα η γραμματίνα της 5ης Αχτίδας επενέβαινε τόσο ανοιχτά και γιατί, όπως κατάλαβα, η μόνη επαφή που είχε το Β’ Συγκρότημα ήταν με την Αχτίδα μέσω εμού. Πολύ αργότερα έμαθα ότι η διοίκηση του Συντάγματος πήρε εντολή να παραδώσει τις μονάδες που συγκροτούσαν το Β’ Συγκρότημα στην Κατσαρίδα. Επομένως ουσιαστικός διοικητής ήταν η Κατσαρίδα.

Μόλις τελείωσαν αυτές οι διαδικασίες με καλεί πάλι η Κατσαρίδα και μου λέει την αποστολή που θ’ αναλάμβανε το Συγκρότημά μας μαζί με τα τμήματα του ΕΛΑΣ Κορίνθου. Η αποστολή ήταν να καταλάβουμε τη ΒΙΟ, ένα εργοστάσιο, κι από αυτό να προβάλλουμε άμυνα ώστε να διευκολύνουμε τα άλλα τμήματα του ΕΛΑΣ να υποχωρήσουν προς τη Λαμία. Αυτή την εντολή τη μετέφερα στον Μένιο και τον Νώντα, οι οποίοι διέταξαν την προώθηση των τμημάτων του Συγκροτήματος στο εργοστάσιο. Απασχολημένος στην Αχτίδα, καθυστέρησα λίγο να πάω στη ΒΙΟ, όταν πήγα βρήκα τον Μένιο και τον Νώντα να τοποθετούν μαχητές στα παράθυρα και να τους καθορίζουν στόχους. Η εντολή ήταν: χτυπάμε τους Εγγλέζους από οποιαδήποτε μεριά για να τους αναχαιτίσουμε. Εκεί με περίμενε και μια δυσάρεστη έκπληξη. Τα λαγωνικά της Καλλιθέας, κάνοντας αναγνώριση εδάφους, όπως λέγαμε, σ ένα παλιό υπόγειο, ανακάλυψαν μπορεί και είκοσι χρόνων κρασί και στρώθηκαν στο πιοτό. Διέβλεψα τον κίνδυνο και θεώρησα υποχρέωσή μου να επέμβω και να τους σταματήσω. Πήγα και κατέσχεσα το κρασί, κλείδωσα το υπόγειο κι απέξω έβαλα σκοπιά. Κάλεσα και τα στελέχη και τους εξήγησα το λόγο που επέβαλα την απαγόρευση. Βρήκα απόλυτη κατανόηση και ανέλαβαν να δώσουν εξηγήσεις στους μαχητές. Τους υποσχέθηκα ότι το κρασί θα παραδοθεί στην Επιμελητεία κι ότι στο φαγητό θα δίνεται κι ένα ποτήρι κρασί.

Από παντού δεχόμασταν επιθέσεις. Οι Άγγλοι χτυπούσαν συγχρόνως με όλμους από την Ακρόπολη. Σε μια στιγμή καθώς έβγαινα από το κτίριο και βρισκόμουν στην εξώπορτα κοντά στο φρουρό, πέφτει ένας όλμος ακριβώς πάνω στον Ελασίτη-σκοπό και τον κομμάτιασε, ενώ εγώ που ήμουν σχεδόν σε απόσταση επαφής δεν έπαθα τίποτα. Έτσι κρατήσαμε μερικές μέρες μέχρις ότου όλες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν απομακρυνθεί από την Αθήνα. Τότε η Κατσαρίδα δίνει εντολή να εγκαταλείψουμε τη ΒΙΟ και να υποχωρήσουμε από κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη που είχαν πάρει άλλα τμήματα συγκεκριμένα τα άλλα τμήματα κατευθύνονταν προς το Τατόι, εμείς προς τα Λιόσια. Εντολή ήταν να συναντήσουμε τη διοίκηση του Συντάγματος και να ενωθούμε με τις δυνάμεις του. Οι μαχητές, κατά ομάδες και διμοιρίες, έβγαιναν σιγά σιγά κι όσοι έμεναν συνέχιζαν τους πυροβολισμούς. Τελευταία θα έφευγε η διοίκηση, ο Μένιος και ο Νώντας κι εγώ. Τότε ο Νώντας μας λέει: «φύγετε και σεις θα μείνω εγώ και θα πυροβολώ αραιά-αραιά για να τους απασχολώ ώστε να μπορέσετε ν’ απομακρυνθείτε, κι εγώ μετά θα έρθω να σας βρω». Πραγματικά έτσι κι έγινε. Έμεινε πίσω ο Νώντας και με αραιούς πυροβολισμούς απασχολούσε τους Άγγλους, οι οποίοι δεν τόλμησαν να επιτεθούν και να καταλάβουν το κτίριο, παρά περίμεναν πότε θα σιγήσουν τελείως οι πυροβολισμοί. Είχαμε αρκετά απομακρυνθεί, όταν κατέφτασε ο Νώντας σώος και αβλαβής.

Ο Θωμάς Κουγιαγκάς γεννήθηκε το 1922 στο Μεσοχώρι Λάρισας σε μια φτωχή οικογένεια. Εντούτοις, κατάφερε και εισήλθε στην Ιατρική Σχολή. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, αρχικά ανέπτυξε σχετικά «νόμιμη» αντιστασιακή δράση και, ακολούθως, εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ, φτάνοντας, μετά την αποφοίτησή του ως ανθυπολοχαγός από τη σχολή αξιωματικών, στρατιωτικός διοικητής του Λόχου Καλλιθέας και επιτελής του 2ου Τάγματος του 1ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Για τις πατριωτικές του υπηρεσίες φυλακίστηκε και εξορίστηκε για πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Ξαναγράφτηκε στην Ιατρική, από την οποία αποφοίτησε το 1967. Έγραψε πολλά βιβλία εκλαϊκεύοντας την ιατρική. Πέθανε το 2009, μέχρι τέλους αγωνιζόμενος για τον κομμουνισμό.

Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του «Κόντρα στη Φτώχεια και στο φασισμό», Σεπτέμβρης 1989, ιδιωτική έκδοση, σ.σ.183-195.

Πηγή: παρα ποδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου