Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Ιδιωτική εκπαίδευση - Παραπαιδεία

Κάνοντας λόγο για τις βαθμίδες εκπαίδευσης και το εκπαιδευτικό σύστημα, δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε απ’ έξω την ιδιωτική εκπαίδευση.

Τα ιδιωτικά σχολεία και σχολές καλύπτουν όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, από την πρωτοβάθμια έως την τριτοβάθμια. Η ιδιωτική εκπαίδευση έχει τις ρίζες της στο απώτερο παρελθόν και ο ρόλος της πολλές φορές είναι πρωταγωνιστικός. Πώς, όμως, μπορεί να συν-υπάρχει η ύπαρξη ιδιωτικών σχολείων με το πρόταγμα για ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση για όλα τα παιδιά; Και πώς η ιδιωτική εκπαίδευση επηρεάζει τον ρόλο της δημόσιας εκπαίδευσης;

Το Νοέμβριο του 2013, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (Ι.Ο.Β.Ε.) δημοσίευσε μια μελέτη σχετικά με το κόστος εκπαίδευσης σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία. Στη μελέτη αυτή, με τίτλο «Δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση: Συγκριτική ανάλυση» βρίσκουμε κάποια αποκαλυπτικά στοιχεία:

…Οι περικοπές μισθών σε πολλά νοικοκυριά, έχουν οδηγήσει εν μέρει και στη μείωση του αριθμού των μαθητών που φοιτούν στα ιδιωτικά σχολεία, δημιουργώντας έτσι ένα φαινόμενο εκτοπισμού (crowding out effect) από την ιδιωτική εκπαίδευση, με δυσμενή αποτελέσματα στην αντίστοιχη επιχειρηματική δραστηριότητα…

…Παρόλο που η ιδιωτική δαπάνη είναι συνήθως ακριβότερη από τη δημόσια, υπάρχουν δύο ουσιαστικές διαφορές. Η πρώτη έγκειται στο γεγονός ότι η δαπάνη ανά μαθητή για τη δημόσια εκπαίδευση επιμερίζεται σε όλα τα φορολογούμενα νοικοκυριά, ενώ στην περίπτωση των ιδιωτικών σχολείων, η δαπάνη ανά μαθητή ταυτίζεται με τη δαπάνη ανά νοικοκυριό για την ιδιωτική εκπαίδευση, δηλαδή η πηγή εσόδων και εξόδων ταυτίζονται. Ως εκ τούτου, τα νοικοκυριά που επιβαρύνονται συνολικά με τις περισσότερες δαπάνες για την εκπαίδευση είναι εκείνα τα οποία επιλέγουν το ιδιωτικό σχολείο, αφού φορολογούνται κανονικά και για τις δαπάνες της δημόσιας εκπαίδευσης και επί της ουσίας «διπλοπληρώνουν» την εκπαίδευση των παιδιών τους. Έτσι, μια αύξηση των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση επιβαρύνει περισσότερο τα νοικοκυριά που επιλέγουν την ιδιωτική, εκτοπίζοντας έτσι ένα μέρος της ζήτησης για ιδιωτική εκπαίδευση, όχι επειδή έχει αυξηθεί το κόστος της, αλλά αντίθετα, επειδή έχει αυξηθεί το κόστος της δημόσιας. Η δεύτερη διαφορά είναι ποιοτική και συνδέεται αφενός με τις παροχές εκπαίδευσης από τα σχολεία, τις επιδόσεις των μαθητών και τις πιθανότητες εισαγωγής τους σε τριτοβάθμια ιδρύματα. Κατά κανόνα, και χωρίς να λείπουν προφανώς οι εξαιρέσεις, ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των ιδιωτικών σχολείων και οι επενδυτικές επιλογές αυξάνουν το κατά κεφαλήν κόστος, αλλά παρέχουν πρόσθετες επιλογές στο μαθητή και πολλές φορές καλύτερες συνολικές επιδόσεις και ευκαιρίες μάθησης, δίνοντας πολλές φορές τη δυνατότητα στους γονείς να περιορίσουν τα έξοδα για τις λοιπές ιδιωτικές εκπαιδευτικές τους δαπάνες (φροντιστήρια και εν γένει εξωσχολική βοηθητική προετοιμασία)…

…Συγκεκριμένα, από τις 29 χώρες του Ο.Ο.Σ.Α., στις 26 παρέχεται κρατική χρηματοδότηση προς τα ιδιωτικά σχολεία, όμως το ύψος της διαφοροποιείται σημαντικά από χώρα σε χώρα. Η χρηματοδότηση αυτή μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση και να αφορά το ίδιο το σχολείο ή/και τους μαθητές. Κοινή πρακτική πολλών χωρών είναι η παροχή εκπαιδευτικών κουπονιών (school vouchers) προς τους μαθητές, καθολικών ή στοχευμένων, τα οποία βοηθούν τους γονείς άμεσα στην επιλογή και τη μερική χρηματοδότηση του σχολείου…

Τα παραπάνω αποσπάσματα της συγκεκριμένης μελέτης δείχνουν ξεκάθαρα πώς μπορεί η ιδιωτική παιδεία να επηρεάσει την δημόσια και να την διαλύσει.

Αρχικά να σχολιάσουμε ότι είναι καθαρή επιλογή του γονιού να «διπλοφορολογείται» όταν επιλέγει να πάει το παιδί του σε ιδιωτικό σχολείο, από την στιγμή που υπάρχει η δημόσια εκπαίδευση. Από αυτό και μόνο το σχόλιο διαφαίνονται οι προθέσεις τους για την δημόσια εκπαίδευση. Στην συνέχεια, παρατηρούμε πώς παρουσιάζεται η ιδιωτική εκπαίδευση ως καλύτερη της δημόσιας, για-τί παρέχει περισσότερες ευκαιρίες στον μαθητή, ποιοτικότερη μάθηση και μείωση των εξωσχολικών εξόδων (φροντιστήρια). Το πιο τραγικό όμως δεν είναι το σχόλιο, αλλά η πρόταση στην οποία καταλήγει: το εκπαιδευτικό κουπόνι.

Το σχολικό κουπόνι δεν είναι κάτι καινούριο. Εφαρμόζεται χρόνια σε καπιταλιστικές χώρες σε όλο τον κόσμο. Είναι ένα ποσό που δίνεται στους γονείς, στην αρχή κάθε σχολικού έτους για τα έξοδα φοίτησης του παιδιού τους. Οι γονείς στην συνέχεια ψάχνουν την καλύτερη σχολική μονάδα για το παιδί τους. Μπορούν να επιλέξουν και ιδιωτικό σχολείο, πληρώνοντας την διαφορά. Όταν τελειώσει αυτή η διαδικασία, ο εκάστοτε διευθυντής, εξαργυρώνει τα χρήματα και τα χρησιμοποιεί για τους μισθούς των εκπαιδευτικών, για την σχολική μονάδα κτλ. Όλο αυτό στα αυτιά ενός γονιού μπορεί να ακούγεται πολύ όμορφο, αν σκεφτεί πόσο του κοστίζει η μόρφωση του παιδιού του. Πώς όμως αυτό το κουπόνι έρχεται να καταστρέψει σαν ντόμινο, σχολικές μονάδες, μαθητές, εκπαιδευτικούς, εν τέλει την δημόσια παιδεία;

Να αρχίσουμε με την επιλογή των σχολείων. Η επιλογή των σχολείων γίνεται μέσα από το διαδίκτυο, από μία πλατφόρμα γνωστή και ως my school. Εκεί υπάρχουν όλες οι πληροφορίες που χρειάζεται ο γονιός για να επιλέξει το καλύτερο σχολείο για το παιδί του. Η συγκεκριμένη πλατφόρμα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα φακέλωμα όλων αυτών που υπάρχουν μέσα σε μία σχολική μονάδα, από άψυχα μέχρι έμψυχα. Θα υπάρχουν πληροφορίες ξεχωριστά για:

• κάθε εκπαιδευτικό, δηλαδή για την δράση του, τα πτυχία του, το τι διδάσκει, μέχρι και για τη συμμετοχή του ή όχι σε απεργιακές κινητοποιήσεις.

• τις επιδόσεις των μαθητών γενικά. Επειδή αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τον υποκειμενικό παράγοντα μέσα σε μία τάξη, η πλατφόρμα συμπληρώνεται από την τράπεζα θεμάτων, μια σελίδα με συγκεκριμένες, τυποποιημένες ερωτήσεις πάνω στην σχολική ύλη, η οποία θα εφαρμόζεται πανελλαδικά προωθώντας ακόμα περισσότερο την στείρα μάθηση.

• τον κάθε μαθητή προσωπικά, δηλαδή για το κοινωνικό- οικογενειακό περιβάλλον του, για τυχόν προβλήματα υγείας, για μαθησιακές δυσκολίες, για «αξιόποινες» πράξεις του, μια ευγενική χορηγία του υπουργείου παιδείας προς τα αφεντικά.

• τις μειονότητες που υπάρχουν μέσα σε ένα σχολείο

• τις σχολικές μονάδες, δηλαδή πληροφορίες γενικά για το επίπεδο μαθητών- καθηγητών, μέχρι και για τον εξοπλισμό του σχολείου. Για το αν το σχολείο τους προσφέρει μια εύρυθμη λειτουργία, και αν αποτελεί πόλο έλξης χορηγών για εξεύρεση περισσότερων πόρων.

Είναι κατανοητό λοιπόν, πως αν ένα σχολείο δεν θεωρείται «ποιοτικό» για τον ένα ή τον άλλο λόγο, τόσο λιγότερους μαθητές θα προσελκύει, τόσο λιγότερα λεφτά θα συγκεντρώνει για την κάλυψη των εξόδων του και τόσο εύκολα θα κλείνει. Το σχολείο μετατρέπεται κανονικότατα σε ένα μαγαζί που το μόνο που επιθυμεί είναι έσοδα.

Το εκάστοτε σχολείο θα ενδιαφέρεται περισσότερο για την εικόνα του, παρά για την γνώση. Γι’ αυτό και στην πλατφόρμα my school θα καταγράφονται τα πάντα.
Κάπου εδώ έρχεται να προστεθεί η τράπεζα θεμάτων, η οποία συζητήθηκε στην Ελλάδα και έγινε μια πρώτη προσπάθεια εφαρμογής της το 2014.

[...] Η Τράπεζα Θεμάτων, [...] είναι κατά τη γνώμη μου, [...] ό,τι πιο σύγχρονο υπάρχει στην εκπαίδευση στο δυτικό ημισφαίριο του πλανήτη, είναι ένας πάρα πολύ καλός θεσμός που βοηθάει το κριτικό πνεύμα των μαθητών και απωθεί εν μέρει τη διαδικασία της αποστήθισης [...].
                                 Α. Λοβέρδος υπουργός παιδείας

Οι μαθητές, μέσα από το ενιαίο σύστημα ερωτήσεων, θα προετοιμάζονται μόνο για τις εξετάσεις για να ανεβάζουν και το επίπεδο επιτυχιών του σχολείου τους. Το σχολείο μετατρέπεται έτσι σε κάτι απρόσωπο, που δεν ενδιαφέρεται για τον κάθε μαθητή, για την γνώση, αλλά μόνο για την επιτυχία και το κέρδος. Η ικανότητα της κριτικής σκέψης χάνεται τελείως και έρχεται η μελέτη τυποποιημένων ερωτήσεων. Η καταγραφή των μαθητικών προσωπικοτήτων θα βοηθήσει πολύ είτε στην πειθαρχία τους, είτε στο ξεσκαρτάρισμα τους. Γιατί πώς θα είναι ελκυστικό ένα σχολείο με απείθαρχα, ζωηρά παιδιά, αδύναμους μαθητές, μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες ή ένα σχολείο όπου θα φοιτούν πολλοί μετανάστες;

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού υποβαθμίζεται. Αφού η κάθε σχολική μονάδα θα είναι υπεύθυνη για την πληρωμή του προσωπικού της, οι ατομικές συμβάσεις εργασίας θα αποτελέσουν τον κανόνα. Οι μισθοί θα κανονίζονται από τον εκάστοτε διευθυντή, που θα θυμίζει όλο και περισσότερο μάνατζερ: θα μπορεί να ρίχνει τον μισθό των καθηγητών του, ώστε να μην χρειάζονται οι γονείς να πληρώνουν επιπλέον χρήματα για την σχολική μονάδα και να επαρκεί το σχολικό κουπόνι στα έξοδα τους. Θα μπορεί να απολύει παλαιότερους και να προσλαμβάνει νέους, φθηνότερους. Οι καθηγητές θα αναγκάζονται να εργάζονται σκληρότερα όχι για να δώσουν περισσότερη γνώση στους μαθητές τους, αλλά για να φέρουν περισσότερα κέρδη στα σχολεία μέσα από την επιτυχία τυποποιημένων εξετάσεων. Το δικαίωμα στην απεργία ή στην διεκδίκηση δεν θα υπάρχει, γιατί η φήμη του σχολείου θα καταστρέφεται.

Το σύστημα της τράπεζας θεμάτων έχει ως πυρήνα του τις καθημερινές αξιολογήσεις. Ας σταθούμε λίγο εδώ. Οι αξιολογήσεις ήταν ανέκαθεν το πρόσχημα που χρησιμοποιεί η εκάστοτε κυβέρνηση τις απολύσεις στο δημόσιο ή τις εκάστοτε πολιτικές που θέλει να εφαρμόσει. Και ο χώρος της εκπαίδευσης δεν μπορούσε να λείπει από αυτές. Η αξιολόγηση να χρησιμοποιείται για ξεσκαρτάρισμα σχολικών μονάδων, καθηγητών, περιθωριοποίηση μαθητών και προσπάθεια επιβολής συγκεκριμένων εκπαιδευτικών πολιτικών της αστικής τάξης. Για αυτό βρισκόμαστε απέναντι στην αξιολόγηση. Η ανάπτυξη ποιότητας της εκπαίδευσης πρέπει να είναι μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας και εργαλείο του σχολείου για να δημιουργηθούν καλύτερες σχολικές υποδομές, εξέλιξη της παιδαγωγικής διαδικασίας, διόρθωση λαθών. Ένα εργαλείο που θα βοηθά την εκπαιδευτική κοινότητα να μελετά τα αποτελέσματα της εκπαίδευσης και να της δίνει την δυνατότητα να τα διορθώνει.

Η σχολική μονάδα που ευαγγελίζονται θα προσπαθεί να γίνει ελκυστικότερη είτε σε θέματα υποδομής, είτε σε θέμα εξοπλισμού. Κάπως έτσι θα έρχονται οι μειώσεις μισθών που ειπώθηκαν παραπάνω, προς εξισορρόπηση των χρημάτων κουπονιού, κάπως έτσι θα έρχονται οι χορηγοί μέσα στα σχολεία, οι οποίοι θα επενδύουν τα λεφτά τους μόνο στα «άξια επένδυσης» σχολεία, κάπως έτσι οι γονείς θα πληρώνουν παραπάνω, γιατί το σχολείο μπορεί να προσφέρει πια κάτι καινούριο το οποίο δεν ήταν στην αρχική τιμή του κουπονιού.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι εικασίες. Στις περισσότερες χώρες, με την καθιέρωση του κουπονιού, υπήρξαν αυτά τα αποτελέσματα. Είναι ένας δούρειος ίππος της ιδιωτικοποίησης, με τον οποίο επιταχύνεται η μετατροπή της παιδείας σε εμπόρευμα. Ο καπιταλισμός προσφέρει ως «δώρο» το σχολικό κουπόνι στην κοινωνία, ντύνοντάς το με το περιτύλιγμα, πως οι μαθητές χρειάζονται ένα καλύτερο σχολείο, μία καλύτερη εκπαίδευση και ήρθε η ώρα ο γονιός να γίνει πρωταγωνιστής της κατάστασης, επιλέγοντας αυτός για το παιδί του το καλύτερο σχολείο. Δίνει την ελπίδα στην κοινωνία ότι είναι στο χέρι της να φτιάξει την εκπαίδευση. Όταν ανοίξει όμως «το δώρο» το μόνο που θα δούμε θα είναι το ξεσκαρτάρισμα σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών, που θα φέρει στην κορυφή μια ελίτ σχολείων, και θα κάνει κυρίαρχη την ιδιωτική εκπαίδευση.

Παρατηρήσαμε και πιο πάνω, ότι όσο η διαδικασία εισαγωγής στις σχολές δενόταν με το λύκειο, τόσο πιο πολύ ενισχυόταν η παραπαιδεία. Ο μαθητής για την καλύτερη προετοιμασία του για τις πανελλαδικές παρακολουθούσε μαθήματα και εκτός σχολείου, αυτό σιγά- σιγά περνούσε και στις μικρότερες τάξεις γιατί «αν θες να επιτύχεις στις πανελλήνιες η προετοιμασία σου πρέπει να ξεκινήσει από την α’ λυκείου». Μαζί με την υποβάθμιση όμως της παιδείας μεγάλωνε και η ανασφάλεια των γονιών και των μαθητών που έβαζαν τα παιδιά τους στην διαδικασία του φροντιστηρίου ή του ιδιαίτερου από το γυμνάσιο «για να πάρουν τις σωστές βάσεις» και φτάσαμε στο σημείο ένα ποσοστό να επιλέγει τα ιδιαίτερα και τα φροντιστήρια ακόμα και από το δημοτικό. Η εξελικτική ανοδική πορεία του φροντιστηρίου είναι ένα αποτέλεσμα και της υποβάθμισης της παιδείας μέσα στο χρόνο, αφού η κοινωνία έχει φτάσει στο σημείο να μην εμπιστεύεται το δημόσιο σχολείο για την εκπαίδευση των παιδιών της. Κυρίως, όμως, είναι αποτέλεσμα του ανταγωνιστικού χαρακτήρα που δημιουργούν οι εξετάσεις. Τα παιδιά δεν πηγαίνουν φροντιστήριο με σκοπό να αναπληρώσουν απλά τις γνώσεις που χάνουν στο σχολείο, αλλά να εφοδιαστούν με τις γνώσεις και τις βάσεις που θα τα βοηθήσουν στα διαγωνίσματα τους και όταν έρθει η ώρα στην εισαγωγή τους σε μία σχολή.

Το φροντιστήριο στην Ελλάδα είναι μια πραγματικότητα. Είναι ένας χώρος που εκμεταλλεύεται εκατοντάδες καθηγητές με μισθούς πείνας, σε κάποιες περιπτώσεις με 3€ την ώρα. Για μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν είναι παραπαιδεία, το αντίθετο, το φροντιστήριο θεωρείται η παιδεία και το σχολείο η παραπαιδεία. Σύμφωνα με την έκθεση της ΚΑΝΕΠ- ΓΣΕΕ, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2016 και εξετάζει την δεκαετία 2002- 2013, για την χρονιά 2013 τα ελληνικά νοικοκυριά σπατάλησαν για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση 1.492,8 εκ. €. εκ των οποίων, τα  484,8 εκ. € (32, 5%) ήταν για φροντιστήρια, τα 248,7 εκ. € (16,7 %) ήταν για ιδιαίτερα μαθήματα, τα 408,6 εκ. (27, 4%) ήταν για ξένες γλώσσες.

Αυτό όμως δεν είναι ένα ελληνικό παράδοξο όπως πολλοί θέλουν να πιστεύουν. Η βιομηχανία των φροντιστηρίων υφίσταται σε πάρα πολλές χώρες και μάλιστα με υψηλά ποσοστά. Η έρευνα της NESSE (όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα παιδείας) με τίτλο «η πρόκληση της σκιώδους εκπαίδευσης» αποδεικνύει ότι η παραπαιδεία ζει και βασιλεύει σε σχεδόν όλες τις χώρες της ΕΕ. Σύμφωνα με την έρευνα, στη Γαλλία οι δαπάνες για την παραπαιδεία ανέρχονται στα 2,2 δις €, στη Γερμανία από 900 εκ. € έως 1,5 δις, στην Ισπανία 450 εκ, στην Ιταλία 420 εκ., ενώ στην Κύπρο στα 111, 2 εκ. €. Στην Αυστρία το 20% των μαθητών πάνε φροντιστήριο, στην Σλοβακία το 56%, στην Πορτογαλία το 55% των μαθητών πάνε φροντιστήριο τουλάχιστον στις 2 τελευταίες τάξεις για να προετοιμαστούν για τις εισαγωγικές εξετάσεις τους. Στην Λιθουανία το 62% από τους φοιτητές που ρωτήθηκαν δήλωσε ότι για να περάσει στο πανεπιστήμιο παρακολούθησε εξωσχολικά μαθήματα, στο Ηνωμένο Βασίλειο 8- 12% ανάλογα την βαθμίδα εκπαίδευσης. Ακόμα και στο «υποδειγματικό» σύστημα των Σκανδιναβικών χωρών υπάρχουν φροντιστήρια σε πιο χαμηλά ποσοστά.

Εκτός όμως από τα παραπάνω ποσοστά, υπάρχουν και φροντιστηριάρχες οι οποίοι εξαπλώνονται ανά τον κόσμο, όπως η ιαπωνική εταιρεία Kumon, ενός Ιάπωνα μαθηματικού, ο οποίος εφαρμόζει μια συγκεκριμένη μέθοδο ασκήσεων στους μαθητές του. Η εν λόγω εταιρεία έχει 4 εκατομμύρια μαθητές με 26.000 φροντιστήρια σε όλο τον κόσμο. Στην Ευρώπη  λειτουργούν σε Ελλάδα, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία και Αγγλία. Η φροντιστηριακή εταιρεία McGrath με έδρα την Αυστραλία και η ευρωπαϊκή εταιρεία Acadomia με φροντιστήρια σε Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία. Εκτός όμως από τα κλασσικά φροντιστήρια, υπάρχουν και φροντιστήρια που παρέχουν τις υπηρεσίες τους μέσω ίντερνετ.

Η NESSE εξετάζει επίσης ποιος είναι αυτός που λαμβάνει αυτού του είδους την εκπαίδευση και γιατί. Σύμφωνα με την έρευνα, γενικά είναι οι μαθητές που το έχουν περισσότερο ανάγκη, που έχουν χαμηλές επιδόσεις. Όμως αν δούμε πιο συγκεκριμένα συμβαίνει το αντίθετο:

Στην Ανατολική Ασία, για παράδειγμα, η διδασκαλία είναι πιο πιθανό να ληφθεί από τους μαθητές οι οποίοι έχουν ήδη καλές επιδόσεις αλλά οι οικογένειες επιθυμούν να διατηρήσουν ή να ενισχύσουν περαιτέρω τις επιδόσεις τους στην ανταγωνιστική κοινωνία. Στην Ευρώπη τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά συ-στατικά μπορεί να διαφέρουν, αλλά φαίνεται ακόμα ότι αν αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς, η  ιδιωτική διδασκαλία είναι πιο πιθανό να ληφθεί από όσους έχουν σχετικά πιο υψηλές επιδόσεις στα μαθήματα απ’ ότι από τους πιο αδύναμους συμμαθητές τους. Αυτό συσχετίζεται με διαφορές στο οικογενειακό εισόδημα. Η παραπαιδεία αφορά πολύ λιγότερο την υποστήριξη όσων έχουν πραγματικά ανάγκη από υποστήριξη στη μάθηση, την οποία δεν μπορούν να βρουν στο σχολείο, και πολύ περισσότερο τη διατήρηση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων μέσα στο σχολείο από τους μαθητές που είναι ήδη επιτυχημένοι και προνομιούχοι. Η εμβάθυνση σε αυτό το θέμα απαιτεί την αναγνώριση μιας σειράς κινήτρων για την αναζήτηση ιδιωτικής διδασκαλίας. Οικογένειες σε υψηλότερες κοινωνικο-οικονομικές ομάδες έχουν περισσότερες ευκαιρίες να επενδύσουν στη διδασκαλία, και συνήθως χρησιμοποιούν αυτή την ευκαιρία.(…)

Η NESSE, παρουσιάζοντας χώρες της Ευρώπης, όπως η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Πολωνία, η Ελλάδα κ.α. δείχνει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών που παρακολούθησαν ιδιωτικά μαθήματα άνηκαν σε υψηλές κοινωνικο-οικονομικές ομάδες. Για παράδειγμα, στην Πολωνία, από το σύνολο των παιδιών που κατάφερε να εισέλθει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι μισοί από τους μαθητές που παρακολουθούσαν ιδιαίτερα μαθήματα άνηκαν σε υψηλές κοινωνικο-οικονομικές ομάδες, σε σύγκριση με το ένα τρίτο που άνηκε σε μεσαίες κοινωνικο-οικονομικές ομάδες και μόλις 19,2% σε χαμηλές κοινωνικοοικονομικές ομάδες.

Ο ταξικός χαρακτήρας της παιδείας είναι φανερός και από τα παραπάνω. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι που φάνηκε πολύ έντονα το 2014, όταν εφαρμόστηκε η τράπεζα θεμάτων στην α’ λυκείου πρώτη φορά. Με την εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων ήρθε και αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στα φροντιστήρια (περίπου 15%) για να μπορέσουν οι μαθητές να ανταπεξέλθουν στο νέο σύστημα. Και τα μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας στην Αττική τα είδαμε στις λαϊκές γειτονιές της. Η υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας και το αναγκαστικό δέσιμο της με την παραπαιδεία έδωσε το δικαίωμα στους οικονομικά έχοντες να ενισχύσουν τις επιδόσεις των παιδιών τους και στους υπόλοιπους ή να ματώσουν για να τα βγάλουν πέρα με την εκπαίδευση των παιδιών τους ή να βλέπουν τα παιδιά τους να οδηγούνται στην κατάρτιση-μεροκάματο πριν την ολοκλήρωση του σχολείου τους.

Ας αφήσουμε για άλλη μια φορά τους αριθμούς να μιλήσουν, σύμφωνα με την έρευνα του υπουργείου παιδείας, για το ποσοστό των μαθητών που εγκαταλείπει το σχολείο:
                    
ΤΑΞΗ                  ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΕΡΣΙΝΟΥ            ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ                ΠΟΣΟΣΤΟ
                                           ΕΤΟΥΣ                 ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑΝ

Α γυμνασίου
        103. 907
          2. 497
           2, 39%
Β γυμνασίου
          98. 518
          1. 249
           1,27%
Γ γυμνασίου
         98. 113
          3. 810
           3, 88%
Α λυκείου (σύνολο)
(γενικό λύκειο)
(επαγγελματικό λύκειο)
        101. 482
          76.995
          24.487
          2. 861
          1.181
          1.680
           2, 82%
            1,53%
            6,86%
Β λυκείου (σύνολο)
(γενικό λύκειο)
(επαγγελματικό λύκειο)
        100.877
          68.599
          32.278
          5. 682
              674
           5.008
           5, 63%
           0,98%
           15,52%
Γ λυκείου(εσπερινό)
(γενικό λύκειο)
(επαγγελματικό λύκειο)
            5.553
            1.934
            3.619
              711
              255
              456
           12,80%
           13,19%
           12,60%

Τα μεγαλύτερα ποσοστά εγκατάλειψης τα βλέπουμε από την γ’ γυμνασίου προς το λύκειο, όταν τελειώνει δηλαδή η 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, και στην β’ τάξη επαγγελματικού λυκείου.

Μεγάλα ποσοστά παρατηρούμε και στα εσπερινά λύκεια, από άτομα που δεν ολο-κληρώνουν την φοίτησή τους σε αυτά. Τα εσπερινά σχολεία ξεκινούν από το γυμνάσιο και δέχονται παιδιά από 14 ετών και άνω που ταυτόχρονα με το σχολείο τους, εργάζονται. Το πρωί εργαζόμενος, το βράδυ μαθητής σε ένα υποβαθμισμένο δημόσιο σχολείο…

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, όλες οι διαφορετικές καταγραφές που έχουν γίνει στον μαθητικό και μεταμαθητικό πληθυσμό έχουν βοηθήσει στο να αποκρυσταλλωθούν οι σημαντικότερες παράμετροι, που επηρεάζουν την παραμονή του μαθητή στις εκπαιδευτικές δομές, ως εξής:

• Χαμηλό κοινωνικοοικονομικό ή/και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας

• Ειδικές εθνικές - κοινωνικές - θρησκευτικές ομάδες (μετανάστες, αλλοδαποί, παλιννοστούντες, Ρομά, μουσουλμανική μειονότητα)

• Άτομα με αναπηρία, ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή μαθησιακές δυσκολίες

• Φύλο

• Τοπικές συνθήκες (γεωγραφικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές)

• Διάρθρωση και ιδιαιτερότητες εκπαιδευτικού συστήματος (…)

Είναι προφανές από τα παραπάνω συμπεράσματα της NESSE ποιοι είναι οι μαθητές οι οποίοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις σχολικές αίθουσες πρόωρα: παιδιά αγροτικών ή ακριτικών περιοχών λόγω έλλειψης σχολικών μονάδων στους τόπους τους, παιδιά λαϊκών οικογενειών που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο οικονομικό βάρος της εκπαίδευσης, παιδιά μεταναστών λόγω αδιαφορίας ένταξης στο τομέα της εκπαίδευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου